Anonymous

ἐαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐαρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[διέρχομαι]] τὸ ἔαρ, Λατ. vernare, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 15· πρβλ. [[χειμάζω]], hiemare. II. ἀνθῶ, [[θάλλω]] ὡς ἐν τῷ ἔαρι, Φίλων 2. 99. - Μέσ., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Πλάτ. Ἀξ. 371C.
|lstext='''ἐαρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[διέρχομαι]] τὸ ἔαρ, Λατ. vernare, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 15· πρβλ. [[χειμάζω]], hiemare. II. ἀνθῶ, [[θάλλω]] ὡς ἐν τῷ ἔαρι, Φίλων 2. 99. - Μέσ., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Πλάτ. Ἀξ. 371C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐαρίσω;<br />passer le printemps (qqe part).<br />'''Étymologie:''' [[ἔαρ]].
}}
}}