ἐκκολυμβάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκολυμβάω''': κολυμβῶ ἔξω, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκ πλοίου, ναὸς Εὐρ. Ἠλ. 1609, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51· εἰς τὴν γῆν Διον. Ἁλ. 5. 24.
|lstext='''ἐκκολυμβάω''': κολυμβῶ ἔξω, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκ πλοίου, ναὸς Εὐρ. Ἠλ. 1609, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51· εἰς τὴν γῆν Διον. Ἁλ. 5. 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’échapper à la nage, <i>en gén.</i> se jeter à la nage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κολυμβάω]].
}}
}}