ἐκχύτης: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκχύτης''': ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, [[χρηματοφθορικός]], «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[περιεκτικός]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24. | |lstext='''ἐκχύτης''': ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, [[χρηματοφθορικός]], «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[περιεκτικός]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24. 2 drain, Gloss.
German (Pape)
[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.