εἰκαστός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκαστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, [[παρόμοιος]], Σοφ. Τρ. 699.
|lstext='''εἰκαστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, [[παρόμοιος]], Σοφ. Τρ. 699.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />comparable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εἰκάζω]].
}}
}}