3,277,002
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκᾰκέω''': εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, [[ἀποκάμνω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται [[ἐγκακέω]]. | |lstext='''ἐκκᾰκέω''': εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, [[ἀποκάμνω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται [[ἐγκακέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> perdre courage, céder au découragement;<br /><b>2</b> agir mollement, mettre peu d’empressement à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κακός]]. | |||
}} | }} |