3,276,901
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιμάω''': ἀόρ. ἐτίμησα· πρκμ. τετίμηκα. - Μέσ., μέλλ. τιμήσομαι ἀείποτε ἐπὶ παθ. σημασίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 485, Αἰσχύλ. Ἀγ. 581, Σοφ. Ἀντ. 210, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 49, Θουκ. 2. 87, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15 ([[ἔνθα]] ὁ Διοδ. διορθοῖ δι’ ἄνδρα), Ἱέρ. 9, 9, ἐκτὸς ἐν Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, [[ἔνθα]] κεῖται ὡς τεχνικὸς ὅρος (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ἀόρ. ἐτιμησάμην, τιμήσασθαι ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας Ὀδ. Τ. 280, Υ. 129, Ψ. 339, Ἰλ. Χ. 235, Θουκ. 3. 40, Πλάτ. (ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙΙ. 2). - Παθ., μέλλ. τιμηθήσομαι Θουκ. 6. 80, Δημ. 410. 20, κλπ.· τετιμήσομαι Λυσί. 189. 11· ἀόρ. ἐτιμήθην Ἡρόδ. 5. 5, κλπ.· πρκμ. τετίμημαι Ὅμ., Ἀττ., ἀλλὰ καὶ μεταβ. ὡς τεχνικὸς ὅρος, ἴδε ΙΙΙ. 2. Ὡς καὶ νῦν, τιμῶ, σέβω, [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει ἀδιαφόρως τό τε ἐνεργ. καὶ τὸ παθητ., ἐπὶ τῆς [[τιμῆς]] ἣν ἀποδίδει τις πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, [[οἷον]] πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, πρὸς τοὺς ἄρχοντας ἢ πρὸς ξενιζομένους, περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Ὀδ. Τ. 280, κλπ.· - ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, ἐπὶ τῆς [[τιμῆς]] ἣν οἱ θεοὶ παρέχουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, μερμήριζε (δηλ. [[Ζεὺς]])..., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε Ἰλ. Β. 4, πρβλ. Ο. 612, Ὀδ. Γ. 379· ὁ πατὴρ εἰς τὸν [[υἱόν]] του, Ξ. 203, Ἡσ. Θ. 532· ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς εἰς νεώτερον, Ἰλ. Χ. 235· - οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς Ἀττ., ἐξόχως τίμασεν Πινδ. Ο. 9. 105 δαιμόνων τιμᾶν γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 236· θεοὺς τιμῶντες Σοφ. Ο. Κ. 278, πρβλ. 1071, κλπ.· σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 13· τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρὶ Σοφ. Ἀντ. 644, πρβλ. 516, Εὐρ. Μήδ. 660· θεοὶ δ’ [[ὅταν]] τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1338· - ἀπολ., οἱ τύραννοι [[μάλιστα]] δύνανται τιμᾶν, νὰ ἀπονέμωσι τιμάς, Δημ. 461. 20, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631E· - [[ἐντεῦθεν]] [[ἁπλῶς]], ἀνταμείβω, Ἡρόδ. 7. 213, Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 6· ἐπαινεῖν καὶ τ., δωρεῖσθαι καὶ τ. ὁ αὐτ.· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι, θὰ τιμήσωσιν αὐτὸν διὰ δώρων ὡς θ., Ἰλ. Ι. 155· ξεῖνον ἐτιμήσασθ’ ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Ὀδ. Υ. 129· οὕτω παρ’ Ἀττικ., τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 1046, Ἱκέτ. 116· πόλιν τιμ. ξυμμάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 773· ἐσθήμασι [[αὐτόθι]] 1039, Θουκ. 3. 58· χοροῖς, στεφάνοις, δώροις, κλπ., Εὐρ., Πλάτ., κλπ.· ἐν τῇ Καινῇ Διαθ., τιμῶ τινα παρέχων αὐτῷ ἢ αὐτῇ τὰ ἀναγκαῖα. - Παθ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετίμημαι, ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμήρ., εἶμαι ἐν τιμῇ, [[ἀπολαύω]] [[τιμῆς]], Ἰλ. Ι. 608 (604), Ὀδ. Η. 69, κλπ.· τιμηθῆναι παρὰ Ξέρξῃ Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 5. 5· ὑπό τινος Πλάτ. Πολ. 426C, κλπ.· [[πρός]] τινος Πινδ. Ι. 3. 99· σκήπτρῳ... δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Ἰλ. Ι. 38, πρβλ. Μ. 310· τιμᾶσθαι προεδρίαις Ξεν. Πόροι 3, 4, πρβλ. Κύρ. 8. 4, 2· ἐκ τοῦ πολεμεῖν Θουκ. 5. 16· - σπανίως [[μετὰ]] γενικ. πράγματ., [[τιμῆς]] ἧς τέ μ’ ἔοικε τετιμῆσθαι Ἰλ. Ψ. 649· - οἱ τιμώμενοι, οἱ τετιμημένοι, οἱ ὄντες ἐν τιμῇ, οἱ ἐν ἀξιώμασι, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 9, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 913· οἱ τιμώμενοι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον, ἡ [[τιμή]], ἧς ἀπολαύει ἡ [[πολιτεία]], Θουκ. 2. 63. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἔχω ἐν τιμῇ, ἐκτιμῶ, ἀποδίδω μεγάλην ἀξίαν εἴς τι, Ὕμ. Ὁμ. 24. 6, Πίνδ., κλπ.· τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς [[ὑπέρφευ]]; Εὐριπ. Φοίν. 549· οὓς Φρύγες νόμους τιμῶσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1211· τὴν δ’ εὐσέβειαν εὐτυχοῦσι μὲν καλὸν τιμᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1046, Βάκχ. 886· ἰσότητα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 536· οὕτω Πλάτ. Θεαίτ. 1494, κλπ. β) = [[προτιμάω]], [[προκρίνω]], Αἰσχύλ. Χο. 511· τ. τι πλέον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1013. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, [[ὁρίζω]] τὴν τιμὴν πράγματός τινος, καὶ ταύτης τῆς ἡμέρας μὴ τιμήσῃ πλέονος [[μηδὲ]] ἐλάττονος Πλάτ. Νόμ. 917C, 921Β πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Θουκ. 4. 26· ἀπολ., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν [[χρεών]], πρέπει [[ἕκαστος]] νὰ ἔχῃ ἐκτετιμημένην τὴν περιουσίαν του (πρὸς φορολογίαν), Πλάτ. Νόμ. 955D, κλπ.· οἱ [[ὑπὲρ]] τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμὰς Πολύβ. 6. 23, 15· τὸ τιμηθέν, ἡ [[ἐκτίμησις]], Πλάτ. Νόμ. 954Β· - [[συχν]]. ἐν τῶ μέσῳ τύπῳ, διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο [[αὐτοῦ]] (ἐξυπ. τὸ [[τίμημα]]), ἐξετίμησε τὴν περιουσίαν του εἰς..., Λυσί. 156. 12· πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι ὡς τὸ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (ἴδε περὶ Α. IV), Θουκ. 3. 40· πλείονος ἢ μείζονος τιμᾶσθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, Κύρ. 2. 1, 13· τοσούτου Δημ. 607. 5· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, τιμᾶσθαί τι [[ἀντί]] τινος ὁ αὐτ. 299. 20· πρό τινος Θουκ. 1. 33., 3. 40, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] γεν., ἐτιμήσαντο τὰς οἰκίας Πολύβ. 2. 62, 7. 3) σπανίως, [[παρέχω]] ὡς τιμήν, «χαρίζω», [[Παιάν]] τέ σοι τιμᾷ [[φάος]] Πινδ. Π. 4. 480· ταὐτὰ τῇδέ μοι... τιμᾶτε = τὰ αὐτὰ ἃ ἣδε τιμᾷ τιμᾶτε, Σοφ. Αἴ. 369· ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 514· πατρῴαν τιμῶν [[χάριν]] Εὐρ. Ὀρ. 828, [[ἐντεῦθεν]], ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος: 1) ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ, [[ὁρίζω]] τὴν τιμωρίαν τοῦ καταδικασθέντος, [[ἐπιβάλλω]] ποινήν, Λατ. litem aestimare, τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]], ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν... τὸν ἡττηθέντα Πλάτ. Νόμ. 843Β· τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης [[αὐτόθι]] 879Β· οὕτω, τ. τὴν βλάβην [[αὐτόθι]] 843D· τ. τὴν δίκην [[αὐτόθι]] 880D· τ. τὴν [[μακράν]] τινι, δηλ. καταδικάζειν εἰς θάνατον, Ἀριστοφ. Σφ. 106, [[ἔνθα]] ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς· καὶ ἀπολ., ὡς ἐγὼ τιμᾶν [[βλέπω]], [[διότι]] «ἔκαμα ’ςτὰ ’μάτια» νὰ ἐπιβάλω ποινὴν εἴς τινα, [[αὐτόθι]] 847· - ἡ ποινὴ ἢ [[καταδίκη]] ἐκφέρεται κατὰ γενικήν, τ. τινι θανάτου (ἐξυπακ. δίκην), ἐκδίδω ἀπόφασιν θανάτου [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον, Πλάτ. Γοργ. 516Α, Δημ. 886. 20· τ. τινι [[δέκα]] ταλάντων, [[ἐπιβάλλω]] [[πρόστιμον]] [[δέκα]] ταλάντων, Δημ. 1332. 6· τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί ποινὴν περιμένεις ὅτι θὰ ὁρίσῃ δι’ αὐτὸν τὸ [[δικαστήριον]]; ὁ αὐτ. 563. 24, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 37C· ἡ [[ἡλιαία]] τιμάτω περὶ [[αὐτοῦ]] ὅτου ἂν δόξῃ παθεῖν Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 21· ἴδε κατωτ. 2· - οὕτω ἐν τῷ παθ., τιμᾶσθαι ἀργυρίου, καταδικάζεσθαι εἰς [[πρόστιμον]]· τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Λυσί. 105. 17, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 26, πρβλ. 732, 21· ἐάν... ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον, ἐάν τις ἔχῃ καταδικασθῆ εἰς θάνατον, Πλάτ. Νόμ. 946Ε, πρβλ. Ἀντιφῶντα 145. 44. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐπὶ τῶν διαδίκων ἐνώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] ΙΙ), α) ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, τιμᾶταί μοι ὁ [[ἀνήρ]] θανάτου (ἐξυπακ. τὴν δίκην), κατὰ λέξιν: ἐκτιμᾷ τὴν ποινὴν μου ὡς ἀνερχομένην εἰς καταδίκην θανάτου, (ἡ γεν. τιμήματος), = μὲ θεωρεῖ ἄξιον θανάτου, ἀπαιτεῖ ἢ ὁρίζει ὡς ποινὴν μου τὸν θάνατον, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486Β, πρβλ. Λυσί. 178. 26, Δημ. 792. 13., 794, ἐν τέλ., κτλ. β) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου καὶ τιμήσεσθαι τοιούτου τινός ἐμαυτῷ, καὶ νὰ ὁρίσω τοιοῦτον [[τίμημα]] δι’ ἑμαυτόν, Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, πρβλ. 38Β· ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52C· ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Λυσί. 105. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ., θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Δείναρχ. 90. 2, πρβλ. Δημ. 1246. 9· - ὁ Ἀριστ., Ρητ. 1. 14, 3, μετεχειρίσθη τὸ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. γ) παρὰ Πλουτάρχῳ προστίθεται καὶ αἰτ. τῆς ποινῆς ἢ τοῦ ἐγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Κικέρ. 8, πρβλ. Λύσανδρ. 13· θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἑμαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 34· ἡδονὴν θανάτου τ. ὁ αὐτ. 2. 5Β. - Ὁ ἐκ τοῦ ἐναντίου ὁρισμὸς τῆς ποινῆς ὑπὸ τοῦ κατηγορουμένου [[κυρίως]] ἐξεφέρετο διὰ τοῦ ἀντιτιμᾶσθαι, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β (ὅρα τὸ ὅλον [[χωρίον]]), ἢ ὑποτιμᾶσθαι, Ξεν. Ἀπολ. 23. 3) ἐπὶ τῶν δικαστῶν, Διογ. Λ. 2. 41. - Πρβλ. τίω [[τίνω]], τίνυμι. | |lstext='''τιμάω''': ἀόρ. ἐτίμησα· πρκμ. τετίμηκα. - Μέσ., μέλλ. τιμήσομαι ἀείποτε ἐπὶ παθ. σημασίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 485, Αἰσχύλ. Ἀγ. 581, Σοφ. Ἀντ. 210, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 49, Θουκ. 2. 87, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15 ([[ἔνθα]] ὁ Διοδ. διορθοῖ δι’ ἄνδρα), Ἱέρ. 9, 9, ἐκτὸς ἐν Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, [[ἔνθα]] κεῖται ὡς τεχνικὸς ὅρος (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ἀόρ. ἐτιμησάμην, τιμήσασθαι ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας Ὀδ. Τ. 280, Υ. 129, Ψ. 339, Ἰλ. Χ. 235, Θουκ. 3. 40, Πλάτ. (ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙΙ. 2). - Παθ., μέλλ. τιμηθήσομαι Θουκ. 6. 80, Δημ. 410. 20, κλπ.· τετιμήσομαι Λυσί. 189. 11· ἀόρ. ἐτιμήθην Ἡρόδ. 5. 5, κλπ.· πρκμ. τετίμημαι Ὅμ., Ἀττ., ἀλλὰ καὶ μεταβ. ὡς τεχνικὸς ὅρος, ἴδε ΙΙΙ. 2. Ὡς καὶ νῦν, τιμῶ, σέβω, [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει ἀδιαφόρως τό τε ἐνεργ. καὶ τὸ παθητ., ἐπὶ τῆς [[τιμῆς]] ἣν ἀποδίδει τις πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, [[οἷον]] πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, πρὸς τοὺς ἄρχοντας ἢ πρὸς ξενιζομένους, περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Ὀδ. Τ. 280, κλπ.· - ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, ἐπὶ τῆς [[τιμῆς]] ἣν οἱ θεοὶ παρέχουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, μερμήριζε (δηλ. [[Ζεὺς]])..., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε Ἰλ. Β. 4, πρβλ. Ο. 612, Ὀδ. Γ. 379· ὁ πατὴρ εἰς τὸν [[υἱόν]] του, Ξ. 203, Ἡσ. Θ. 532· ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς εἰς νεώτερον, Ἰλ. Χ. 235· - οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς Ἀττ., ἐξόχως τίμασεν Πινδ. Ο. 9. 105 δαιμόνων τιμᾶν γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 236· θεοὺς τιμῶντες Σοφ. Ο. Κ. 278, πρβλ. 1071, κλπ.· σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 13· τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρὶ Σοφ. Ἀντ. 644, πρβλ. 516, Εὐρ. Μήδ. 660· θεοὶ δ’ [[ὅταν]] τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1338· - ἀπολ., οἱ τύραννοι [[μάλιστα]] δύνανται τιμᾶν, νὰ ἀπονέμωσι τιμάς, Δημ. 461. 20, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631E· - [[ἐντεῦθεν]] [[ἁπλῶς]], ἀνταμείβω, Ἡρόδ. 7. 213, Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 6· ἐπαινεῖν καὶ τ., δωρεῖσθαι καὶ τ. ὁ αὐτ.· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι, θὰ τιμήσωσιν αὐτὸν διὰ δώρων ὡς θ., Ἰλ. Ι. 155· ξεῖνον ἐτιμήσασθ’ ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Ὀδ. Υ. 129· οὕτω παρ’ Ἀττικ., τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 1046, Ἱκέτ. 116· πόλιν τιμ. ξυμμάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 773· ἐσθήμασι [[αὐτόθι]] 1039, Θουκ. 3. 58· χοροῖς, στεφάνοις, δώροις, κλπ., Εὐρ., Πλάτ., κλπ.· ἐν τῇ Καινῇ Διαθ., τιμῶ τινα παρέχων αὐτῷ ἢ αὐτῇ τὰ ἀναγκαῖα. - Παθ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετίμημαι, ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμήρ., εἶμαι ἐν τιμῇ, [[ἀπολαύω]] [[τιμῆς]], Ἰλ. Ι. 608 (604), Ὀδ. Η. 69, κλπ.· τιμηθῆναι παρὰ Ξέρξῃ Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 5. 5· ὑπό τινος Πλάτ. Πολ. 426C, κλπ.· [[πρός]] τινος Πινδ. Ι. 3. 99· σκήπτρῳ... δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Ἰλ. Ι. 38, πρβλ. Μ. 310· τιμᾶσθαι προεδρίαις Ξεν. Πόροι 3, 4, πρβλ. Κύρ. 8. 4, 2· ἐκ τοῦ πολεμεῖν Θουκ. 5. 16· - σπανίως [[μετὰ]] γενικ. πράγματ., [[τιμῆς]] ἧς τέ μ’ ἔοικε τετιμῆσθαι Ἰλ. Ψ. 649· - οἱ τιμώμενοι, οἱ τετιμημένοι, οἱ ὄντες ἐν τιμῇ, οἱ ἐν ἀξιώμασι, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 9, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 913· οἱ τιμώμενοι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον, ἡ [[τιμή]], ἧς ἀπολαύει ἡ [[πολιτεία]], Θουκ. 2. 63. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἔχω ἐν τιμῇ, ἐκτιμῶ, ἀποδίδω μεγάλην ἀξίαν εἴς τι, Ὕμ. Ὁμ. 24. 6, Πίνδ., κλπ.· τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς [[ὑπέρφευ]]; Εὐριπ. Φοίν. 549· οὓς Φρύγες νόμους τιμῶσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1211· τὴν δ’ εὐσέβειαν εὐτυχοῦσι μὲν καλὸν τιμᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1046, Βάκχ. 886· ἰσότητα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 536· οὕτω Πλάτ. Θεαίτ. 1494, κλπ. β) = [[προτιμάω]], [[προκρίνω]], Αἰσχύλ. Χο. 511· τ. τι πλέον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1013. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, [[ὁρίζω]] τὴν τιμὴν πράγματός τινος, καὶ ταύτης τῆς ἡμέρας μὴ τιμήσῃ πλέονος [[μηδὲ]] ἐλάττονος Πλάτ. Νόμ. 917C, 921Β πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Θουκ. 4. 26· ἀπολ., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν [[χρεών]], πρέπει [[ἕκαστος]] νὰ ἔχῃ ἐκτετιμημένην τὴν περιουσίαν του (πρὸς φορολογίαν), Πλάτ. Νόμ. 955D, κλπ.· οἱ [[ὑπὲρ]] τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμὰς Πολύβ. 6. 23, 15· τὸ τιμηθέν, ἡ [[ἐκτίμησις]], Πλάτ. Νόμ. 954Β· - [[συχν]]. ἐν τῶ μέσῳ τύπῳ, διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο [[αὐτοῦ]] (ἐξυπ. τὸ [[τίμημα]]), ἐξετίμησε τὴν περιουσίαν του εἰς..., Λυσί. 156. 12· πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι ὡς τὸ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (ἴδε περὶ Α. IV), Θουκ. 3. 40· πλείονος ἢ μείζονος τιμᾶσθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, Κύρ. 2. 1, 13· τοσούτου Δημ. 607. 5· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσεων, τιμᾶσθαί τι [[ἀντί]] τινος ὁ αὐτ. 299. 20· πρό τινος Θουκ. 1. 33., 3. 40, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] γεν., ἐτιμήσαντο τὰς οἰκίας Πολύβ. 2. 62, 7. 3) σπανίως, [[παρέχω]] ὡς τιμήν, «χαρίζω», [[Παιάν]] τέ σοι τιμᾷ [[φάος]] Πινδ. Π. 4. 480· ταὐτὰ τῇδέ μοι... τιμᾶτε = τὰ αὐτὰ ἃ ἣδε τιμᾷ τιμᾶτε, Σοφ. Αἴ. 369· ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 514· πατρῴαν τιμῶν [[χάριν]] Εὐρ. Ὀρ. 828, [[ἐντεῦθεν]], ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος: 1) ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ, [[ὁρίζω]] τὴν τιμωρίαν τοῦ καταδικασθέντος, [[ἐπιβάλλω]] ποινήν, Λατ. litem aestimare, τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]], ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν... τὸν ἡττηθέντα Πλάτ. Νόμ. 843Β· τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης [[αὐτόθι]] 879Β· οὕτω, τ. τὴν βλάβην [[αὐτόθι]] 843D· τ. τὴν δίκην [[αὐτόθι]] 880D· τ. τὴν [[μακράν]] τινι, δηλ. καταδικάζειν εἰς θάνατον, Ἀριστοφ. Σφ. 106, [[ἔνθα]] ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς· καὶ ἀπολ., ὡς ἐγὼ τιμᾶν [[βλέπω]], [[διότι]] «ἔκαμα ’ςτὰ ’μάτια» νὰ ἐπιβάλω ποινὴν εἴς τινα, [[αὐτόθι]] 847· - ἡ ποινὴ ἢ [[καταδίκη]] ἐκφέρεται κατὰ γενικήν, τ. τινι θανάτου (ἐξυπακ. δίκην), ἐκδίδω ἀπόφασιν θανάτου [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον, Πλάτ. Γοργ. 516Α, Δημ. 886. 20· τ. τινι [[δέκα]] ταλάντων, [[ἐπιβάλλω]] [[πρόστιμον]] [[δέκα]] ταλάντων, Δημ. 1332. 6· τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί ποινὴν περιμένεις ὅτι θὰ ὁρίσῃ δι’ αὐτὸν τὸ [[δικαστήριον]]; ὁ αὐτ. 563. 24, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 37C· ἡ [[ἡλιαία]] τιμάτω περὶ [[αὐτοῦ]] ὅτου ἂν δόξῃ παθεῖν Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 21· ἴδε κατωτ. 2· - οὕτω ἐν τῷ παθ., τιμᾶσθαι ἀργυρίου, καταδικάζεσθαι εἰς [[πρόστιμον]]· τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Λυσί. 105. 17, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 26, πρβλ. 732, 21· ἐάν... ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον, ἐάν τις ἔχῃ καταδικασθῆ εἰς θάνατον, Πλάτ. Νόμ. 946Ε, πρβλ. Ἀντιφῶντα 145. 44. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐπὶ τῶν διαδίκων ἐνώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] ΙΙ), α) ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, τιμᾶταί μοι ὁ [[ἀνήρ]] θανάτου (ἐξυπακ. τὴν δίκην), κατὰ λέξιν: ἐκτιμᾷ τὴν ποινὴν μου ὡς ἀνερχομένην εἰς καταδίκην θανάτου, (ἡ γεν. τιμήματος), = μὲ θεωρεῖ ἄξιον θανάτου, ἀπαιτεῖ ἢ ὁρίζει ὡς ποινὴν μου τὸν θάνατον, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486Β, πρβλ. Λυσί. 178. 26, Δημ. 792. 13., 794, ἐν τέλ., κτλ. β) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου καὶ τιμήσεσθαι τοιούτου τινός ἐμαυτῷ, καὶ νὰ ὁρίσω τοιοῦτον [[τίμημα]] δι’ ἑμαυτόν, Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, πρβλ. 38Β· ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52C· ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Λυσί. 105. 17· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ., θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Δείναρχ. 90. 2, πρβλ. Δημ. 1246. 9· - ὁ Ἀριστ., Ρητ. 1. 14, 3, μετεχειρίσθη τὸ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. γ) παρὰ Πλουτάρχῳ προστίθεται καὶ αἰτ. τῆς ποινῆς ἢ τοῦ ἐγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Κικέρ. 8, πρβλ. Λύσανδρ. 13· θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἑμαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 34· ἡδονὴν θανάτου τ. ὁ αὐτ. 2. 5Β. - Ὁ ἐκ τοῦ ἐναντίου ὁρισμὸς τῆς ποινῆς ὑπὸ τοῦ κατηγορουμένου [[κυρίως]] ἐξεφέρετο διὰ τοῦ ἀντιτιμᾶσθαι, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β (ὅρα τὸ ὅλον [[χωρίον]]), ἢ ὑποτιμᾶσθαι, Ξεν. Ἀπολ. 23. 3) ἐπὶ τῶν δικαστῶν, Διογ. Λ. 2. 41. - Πρβλ. τίω [[τίνω]], τίνυμι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I. 1</b> fixer la valeur <i>ou</i> le prix d’une chose ; <i>Pass.</i> être taxé, évalué : πλοῖα τετιμημένα THC barques dont la valeur avait été arrêtée;<br /><b>2</b> <i>comme expression juridique</i> estimer un délit, <i>càd</i> évaluer la peine : [[ἴσως]] [[ἄν]] μοι [[τούτου]] τιμήσαιτε PLAT peut-être me condamneriez-vous à cela;<br /><b>II.</b> juger digne, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> honorer, tenir en honneur ; <i>particul.</i> honorer la divinité, les parents, les vieillards, <i>etc. ; invers. en parl. des sentiments de la divinité à l’égard des hommes</i> prendre soin de, témoigner de la sollicitude ; <i>des sentiments des parents envers les enfants, des grands envers les petits ; au Pass. - chez Hom. seul. au pf.</i> être honoré, être l’objet d’estime, de considération ; τιμῆς ἧστέ μ’ ἔοικε τετιμῆσθαι IL l’honneur dont je prétends être jugé digne ; τιμᾶσθαι [[ὑπό]] τινος XÉN être honoré, estimé par qqn, avoir du crédit auprès de qqn;<br /><b>2</b> récompenser : κατὰ τὴν ἀξίαν τιμᾶσθαι XÉN être récompensé selon ses mérites ; [[οἱ]] τιμώμενοι XÉN ceux auxquels on décerne des distinctions ; [[οἱ]] τετιμημένοι XÉN ceux qui occupent de hautes charges;<br /><b>3</b> donner une marque d’honneur, gratifier, en signe d’estime, d’un présent, d’une faveur : δώροις τιμᾶν τινα XÉN récompenser qqn par des présents ; <i>en gén.</i> τιμᾶν τινα γόοις ESCHL honorer qqn par des gémissements ; τιμᾶν τινα τάφῳ ESCHL accorder à qqn les honneurs de la sépulture ; <i>avec dat. de la <i>pers.</i> et acc. de la chose</i> : [[πῶς]] δῆτ’ ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν ; SOPH pourquoi rends-tu un service d’amitié qui porte atteinte à tes devoirs de piété fraternelle envers celui-là ? <i>p. ext.</i> chercher à apaiser <i>ou</i> à expier par des honneurs;<br /><b>4</b> tenir en honneur, tenir pour sacré ; respecter : λόγον ESCHL tenir compte d’une parole;<br /><i><b>Moy.</b></i> τιμάομαι-ῶμαι (<i>ao.</i> ἐτιμασάμην);<br /><b>I.</b> évaluer pour soi <i>ou</i> qch à soi : [[πολλοῦ]] τιμᾶσθαι estimer haut, attribuer une grande valeur ; πλείονος τιμᾶσθαι XÉN, μείζονος τιμᾶσθαι XÉN évaluer plus cher, estimer davantage ; πρὸ πάντος ἂν ἐτιμήσασθε αὐτοὺς χειρώσασθαι THC vous auriez estimé comme une chose qui devait passer avant tout de les soumettre, <i>càd</i> vous auriez tout donné pour les soumettre;<br /><b>II.</b> fixer une peine, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’accusés</i> se juger passible d’une peine, se condamner soi-même à une peine : [[τούτου]] τιμῶμαι PLAT c’est là la peine que je crois avoir méritée ; φυγῆς τιμήσασθαι PLAT accepter la peine du bannissement ; τιμᾶσθαι ἑαυτῷ [[δίκην]] τινά PLUT proposer une peine pour soi ; <i>avec le n. du délit à l’acc.</i> : θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ PLUT je me condamne moi-même à mort pour ma gestion politique;<br /><b>2</b> <i>en parl. du plaignant</i> proposer une peine : τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου PLAT cet homme propose de me punir de mort;<br /><b>III.</b> honorer, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> estimer, honorer;<br /><b>2</b> traiter avec égards <i>ou</i> prévenances : εὐνῂ καὶ σίτῳ OD en offrant le coucher et la nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]]. | |||
}} | }} |