παρίημι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρίημι''': β´ ἑνικ. παριεῖς: μέλλ. παρήσω: ἀόρ. παρῆκα Σοφ. Ο. Κ. 570: γ´ πληθ. ἀορ. βʹ παρεῖσαν (κοινῶς -ῆσαν) Ἀντιφῶν 146. 29, μετοχ. [[παρείς]], ἴδε κατωτ.:- πρκμ. παρεῖκα, ἴδε κατωτ.- Παθ., ἀόρ. αʹ παρείθην, ἀπαρ. παρεθῆναι, κατωτ. Ι καὶ ΙΙ. 2˙ ἀόριστ. βʹ παρείμην Σοφ. Ο. Κ. 1666˙ πρκμ. παρεῖμαι. Ἀφίνω νὰ πέσῃ τι πλησίον ἢ παραπλεύρως, ἀφίνω νὰ πέσῃ, τὰ πτερὰ Σαπφὼ 19˙ τὴν χεῖρα παρεικὼς Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 257Α παρεῖσ’ ἐμαυτὴν Σοφ. Ἠλ. 819˙ π. ἀπ’ ὀμμάτων πέπλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1203˙ τὸ μάργον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 310.- Παθ., ἡ δὲ [[παρείθη]] [[μήρινθος]] [[ποτὶ]] γαῖαν, τὸ [[σχοινίον]] ἐκρεμάσθη [[κάτω]] πρὸς τὴν γῆν, ἢ παραλυθὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 868. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], ἀφίνω, [[παραλείπω]], ἐῶ, Λατ. omitto, πᾶν [[ἔθνος]] καταστρεφόμενος καὶ οὐδὲν παριεὶς Ἡρόδ. 1. 177˙ παρεὶς [[κλύδων]]’ [[ἔφιππον]] ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 732, πρβλ. Δημ. 314. 20˙ ἄρρητον π. τι Πλάτ. Νόμ. 754Α. 2) παρέρχομαί τι χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, παραμελῶ, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἐάω, Λατιν. praetermittere, τι Πινδ. Π. 1. 165, Ἡρόδ. 1. 14, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] δύναται νὰ σημαίνῃ, μετέδωκε, μετεβίβασε), Χο. 925, 1032, Σοφ. Ἀντ. 1193, κτλ.˙ τοὐμὸν παριείς, ἀφίνων κατὰ [[μέρος]] πᾶσαν περὶ ἐμοῦ φροντίδα καὶ σκέψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 688 (ὡς ὁ Schneidewin,- ἀλλ’ [[ἴσως]] [[συναπτέον]]: τοὐμὸν παριεὶς.. [[κέαρ]] ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙΙ, ἐξασθενῶν, ἀδυνατίζων τὸν σκοπόν, τὴν πρόθεσιν τῆς καρδίας μου)˙ τὰ παθήματα.. παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 363˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., παίδων [[πόθος]] παρεῖτο ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 545˙ μηδαμῆ παρεθῆναι Δημ. 548. 29˙ πρβλ. Valck. Diatr. σελ. 71˙ - μετ’ ἀπαρ., [[παραλείπω]] νὰ πράξω, δὲν [[πράττω]] τι, Πλάτ. Φαῖδρος 235Ε, Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.˙ καὶ μετ’ ἐπαναλαμβανομένης ἀρνήσεως, μὴ [[παρῇς]] τὸ μὴ οὐ φράσαι Σοφοκλ. Ο. Τ. 283˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., οὐ παρίει σείων Παυσ. 3. 5, 9˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παραμελῶ, Δίων Κ. 60. 2, κτλ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τὸν χειμῶνα Ἡρόδ. 1. 77˙ [[ἕνδεκα]] νύκτας 7. 183˙ νύκτα μέσην 8. 9˙ τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 27, κτλ. ΙΙΙ. [[μετριάζω]], χαλαρώνω, ἐλαττώνω, [[γόον]], πόθον, χόλον Εὐρ. Ἱκ. 111, Τρῳ. 645, Ι. Α. 1609, κτλ., ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2˙- [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., π. ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 2˙ [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 59, 3˙ [[οἶνος]] παρίησι, ἀδυνατίζει, Διογ. Λ. 9. 86. - Παθητ., παραλύομαι, ἐξασθενοῦμαι, ἐξαντλοῦμαι, κόπου δ’ ὕπο..παρεῖται Εὐρ. Βάκχ. 635˙ κόπῳ παρεῖμαι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 852˙ παρειμένος νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 879˙ ὕπνῳ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 587˙ γήρᾳ Πλάτ. Νόμ. 931C˙ σώμασι παρειμέναι Εὐρ. Βάκχ. 682˙ καὶ δὴ παρεῖται [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1070˙ τὰ σώματα παρειμένοι Διόδ. 14. 105˙ [[ὥστε]] καὶ τοῦ σώματός τι παρεθῆναι Δίων Κ. 68. 33· πρβλ. [[παρατείνω]] Ι. 2. 2) τοῦ ποδὸς παριέναι, ἴδε ἐν λ. ποὺς ΙΙ. 2 - [[οὕτως]] [[ἴσως]] μεταφορ., τοῦ μετρίου [[παρείς]], ἀφεὶς τὸ μέτριον, παραμελῶν αὐτό, Σοφ. Ο. Κ. 1212· παρέντα τοῦ ἐγκωμιάζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 235Ε. 2) [[μετριάζω]], Λατ. condonare, τιμωρίαν Λυκοῦργ. 148. 41· συγχωρῶ, τὴν συμφορὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 699. IV. παραχωρῶ, ἀφίνω, [[παραδίδω]], Λατ. concedere, permittere, νίκην τινί Ἡρόδ. 6. 103, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 943, Εὐρ. Φοίν. 524· ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 688· ἃς οἱ πατέρες παρέδοσαν μελέτας ... μὴ παρῶμεν, μὴ παραβλέψωμεν. Θουκ. 1. 85· π. τινὶ τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 6. 23· τιμάς Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 13, πρβλ. 7. 3, 4 - ἀφίνω τι εἰς ἄλλον, σοὶ παρεὶς τάδε Σοφ. Φιλ. 132· μὴ [[παρῇς]] [[σαυτοῦ]] βροτοῖς [[ὄνειδος]], καὶ μὴ δώσῃς αἰτίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ σὲ ὀνειδίζωσιν, [[αὐτόθι]] 967· Θησεῦ, τὸ σὸν γενναῖον ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν [[ὥστε]] βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι, μὲ ἀπήλλαξε τῆς ἀνάγκης νὰ εἴπω πολλά, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 570. - Μέσ., [[ἐγκαταλείπω]] παρίεσθαι δὲ δεῖ συμμαχίαν, [[ὅταν]] μὴ [[ἀνάγκη]] τις ᾖ ποιεῖσθαι αὐτήν Ἀριστ. Ρητορ. πρὸς Ἀλέξ. 39. 17, Δίων Κάσ. 39. 23, κτλ. 2) [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρέμφ., ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυμαχήσειν Ἡρόδ. 7. 161, προβλ. Σοφ. Ἠλ. 1482, Ἀριστοφ. Ἱππ. 311, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13 - [[ὡσαύτως]] μεθ᾿ ὑποτ., πάρες ὑπερβῶ, ἄφες με νὰ …, Εὐρ. Ἀποσπ. 310· ἀπολ., νοουμένου τοῦ ἀπαρεμφ. Σοφ. Ο. Κ. 591, Πλάτ. Συμπ. 199C, κτλ. V. [[ἐπιτρέπω]] τινὶ τὴν διάβασιν, ἀφίνω νὰ διαβῇ ἢ εἰσέλθῃ, [[παραδέχομαι]], οὐδεὶς [[ὅστις]] οὐ παρήσει [ἡμᾶς] Ἡρόδ. 3. 72, πρβλ. 4. 146· βαρβάρους π. ἐς τὴν Ἑλλάδα, ἐπὶ τὴν Ἑλ. ὁ αὐτ. 8. 15., 9. 1· Ἄδραστον εἰς γῆν π. Εὐρ. Ἱκέτ. 468· λόγον π. εἰς ... Πλάτ. Πολ. 561Β· μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν, ἂς μὴ παραδεχθῶμεν [τὴν γνώμην], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 90Ε· οὕτω παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, ἔχουσι δεχθῆ [[βαρβ]]. εἰς …, Δημ. 194. 27. VI Τὸ μέσ. ἔχει [[ὡσαύτως]] τὴν ἔννοιαν τοῦ παραιτεῖσθαι, προσπαθῶ νὰ κερδήσω τὴν εὔνοιάν τινος, νὰ ἑλκύσω τινὰ πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[μετὰ]] γεν. προσ. Πλάτ. Ἀπολλ. 17C· ἀλλ᾿ [[ὅμως]] καὶ μετ᾿ αἰτ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 742Β, 951Α. 2) αἰτοῦμαί τι [[παρά]] τινος, αἰτοῦμαι συγγνώμην ἢ [[χάριν]] τινά, οὐδέν σου παρίεμαι, δὲν ζητῶ παρὰ σοῦ [[τίποτε]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 341C. οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, δὲν θὰ ἐζήτουν οὐδεμίαν [[χάριν]], [[οὐδόλως]] θὰ ὑπεχώρουν εἰς αὐτούς, Σοφ. Ο. Κ. 1666· οὕτω, παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν, αἰτοῦμαι συγγνώμην..., Εὐρ. Μήδ. 892.
|lstext='''παρίημι''': β´ ἑνικ. παριεῖς: μέλλ. παρήσω: ἀόρ. παρῆκα Σοφ. Ο. Κ. 570: γ´ πληθ. ἀορ. βʹ παρεῖσαν (κοινῶς -ῆσαν) Ἀντιφῶν 146. 29, μετοχ. [[παρείς]], ἴδε κατωτ.:- πρκμ. παρεῖκα, ἴδε κατωτ.- Παθ., ἀόρ. αʹ παρείθην, ἀπαρ. παρεθῆναι, κατωτ. Ι καὶ ΙΙ. 2˙ ἀόριστ. βʹ παρείμην Σοφ. Ο. Κ. 1666˙ πρκμ. παρεῖμαι. Ἀφίνω νὰ πέσῃ τι πλησίον ἢ παραπλεύρως, ἀφίνω νὰ πέσῃ, τὰ πτερὰ Σαπφὼ 19˙ τὴν χεῖρα παρεικὼς Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 257Α παρεῖσ’ ἐμαυτὴν Σοφ. Ἠλ. 819˙ π. ἀπ’ ὀμμάτων πέπλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1203˙ τὸ μάργον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 310.- Παθ., ἡ δὲ [[παρείθη]] [[μήρινθος]] [[ποτὶ]] γαῖαν, τὸ [[σχοινίον]] ἐκρεμάσθη [[κάτω]] πρὸς τὴν γῆν, ἢ παραλυθὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 868. ΙΙ. [[παρέρχομαι]], ἀφίνω, [[παραλείπω]], ἐῶ, Λατ. omitto, πᾶν [[ἔθνος]] καταστρεφόμενος καὶ οὐδὲν παριεὶς Ἡρόδ. 1. 177˙ παρεὶς [[κλύδων]]’ [[ἔφιππον]] ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 732, πρβλ. Δημ. 314. 20˙ ἄρρητον π. τι Πλάτ. Νόμ. 754Α. 2) παρέρχομαί τι χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, παραμελῶ, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἐάω, Λατιν. praetermittere, τι Πινδ. Π. 1. 165, Ἡρόδ. 1. 14, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] δύναται νὰ σημαίνῃ, μετέδωκε, μετεβίβασε), Χο. 925, 1032, Σοφ. Ἀντ. 1193, κτλ.˙ τοὐμὸν παριείς, ἀφίνων κατὰ [[μέρος]] πᾶσαν περὶ ἐμοῦ φροντίδα καὶ σκέψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 688 (ὡς ὁ Schneidewin,- ἀλλ’ [[ἴσως]] [[συναπτέον]]: τοὐμὸν παριεὶς.. [[κέαρ]] ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙΙ, ἐξασθενῶν, ἀδυνατίζων τὸν σκοπόν, τὴν πρόθεσιν τῆς καρδίας μου)˙ τὰ παθήματα.. παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 363˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., παίδων [[πόθος]] παρεῖτο ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 545˙ μηδαμῆ παρεθῆναι Δημ. 548. 29˙ πρβλ. Valck. Diatr. σελ. 71˙ - μετ’ ἀπαρ., [[παραλείπω]] νὰ πράξω, δὲν [[πράττω]] τι, Πλάτ. Φαῖδρος 235Ε, Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.˙ καὶ μετ’ ἐπαναλαμβανομένης ἀρνήσεως, μὴ [[παρῇς]] τὸ μὴ οὐ φράσαι Σοφοκλ. Ο. Τ. 283˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., οὐ παρίει σείων Παυσ. 3. 5, 9˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παραμελῶ, Δίων Κ. 60. 2, κτλ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τὸν χειμῶνα Ἡρόδ. 1. 77˙ [[ἕνδεκα]] νύκτας 7. 183˙ νύκτα μέσην 8. 9˙ τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 27, κτλ. ΙΙΙ. [[μετριάζω]], χαλαρώνω, ἐλαττώνω, [[γόον]], πόθον, χόλον Εὐρ. Ἱκ. 111, Τρῳ. 645, Ι. Α. 1609, κτλ., ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2˙- [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., π. ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 2˙ [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 59, 3˙ [[οἶνος]] παρίησι, ἀδυνατίζει, Διογ. Λ. 9. 86. - Παθητ., παραλύομαι, ἐξασθενοῦμαι, ἐξαντλοῦμαι, κόπου δ’ ὕπο..παρεῖται Εὐρ. Βάκχ. 635˙ κόπῳ παρεῖμαι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 852˙ παρειμένος νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 879˙ ὕπνῳ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 587˙ γήρᾳ Πλάτ. Νόμ. 931C˙ σώμασι παρειμέναι Εὐρ. Βάκχ. 682˙ καὶ δὴ παρεῖται [[σῶμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1070˙ τὰ σώματα παρειμένοι Διόδ. 14. 105˙ [[ὥστε]] καὶ τοῦ σώματός τι παρεθῆναι Δίων Κ. 68. 33· πρβλ. [[παρατείνω]] Ι. 2. 2) τοῦ ποδὸς παριέναι, ἴδε ἐν λ. ποὺς ΙΙ. 2 - [[οὕτως]] [[ἴσως]] μεταφορ., τοῦ μετρίου [[παρείς]], ἀφεὶς τὸ μέτριον, παραμελῶν αὐτό, Σοφ. Ο. Κ. 1212· παρέντα τοῦ ἐγκωμιάζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 235Ε. 2) [[μετριάζω]], Λατ. condonare, τιμωρίαν Λυκοῦργ. 148. 41· συγχωρῶ, τὴν συμφορὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 699. IV. παραχωρῶ, ἀφίνω, [[παραδίδω]], Λατ. concedere, permittere, νίκην τινί Ἡρόδ. 6. 103, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 943, Εὐρ. Φοίν. 524· ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 688· ἃς οἱ πατέρες παρέδοσαν μελέτας ... μὴ παρῶμεν, μὴ παραβλέψωμεν. Θουκ. 1. 85· π. τινὶ τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 6. 23· τιμάς Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 13, πρβλ. 7. 3, 4 - ἀφίνω τι εἰς ἄλλον, σοὶ παρεὶς τάδε Σοφ. Φιλ. 132· μὴ [[παρῇς]] [[σαυτοῦ]] βροτοῖς [[ὄνειδος]], καὶ μὴ δώσῃς αἰτίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ σὲ ὀνειδίζωσιν, [[αὐτόθι]] 967· Θησεῦ, τὸ σὸν γενναῖον ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν [[ὥστε]] βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι, μὲ ἀπήλλαξε τῆς ἀνάγκης νὰ εἴπω πολλά, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 570. - Μέσ., [[ἐγκαταλείπω]] παρίεσθαι δὲ δεῖ συμμαχίαν, [[ὅταν]] μὴ [[ἀνάγκη]] τις ᾖ ποιεῖσθαι αὐτήν Ἀριστ. Ρητορ. πρὸς Ἀλέξ. 39. 17, Δίων Κάσ. 39. 23, κτλ. 2) [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρέμφ., ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυμαχήσειν Ἡρόδ. 7. 161, προβλ. Σοφ. Ἠλ. 1482, Ἀριστοφ. Ἱππ. 311, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13 - [[ὡσαύτως]] μεθ᾿ ὑποτ., πάρες ὑπερβῶ, ἄφες με νὰ …, Εὐρ. Ἀποσπ. 310· ἀπολ., νοουμένου τοῦ ἀπαρεμφ. Σοφ. Ο. Κ. 591, Πλάτ. Συμπ. 199C, κτλ. V. [[ἐπιτρέπω]] τινὶ τὴν διάβασιν, ἀφίνω νὰ διαβῇ ἢ εἰσέλθῃ, [[παραδέχομαι]], οὐδεὶς [[ὅστις]] οὐ παρήσει [ἡμᾶς] Ἡρόδ. 3. 72, πρβλ. 4. 146· βαρβάρους π. ἐς τὴν Ἑλλάδα, ἐπὶ τὴν Ἑλ. ὁ αὐτ. 8. 15., 9. 1· Ἄδραστον εἰς γῆν π. Εὐρ. Ἱκέτ. 468· λόγον π. εἰς ... Πλάτ. Πολ. 561Β· μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν, ἂς μὴ παραδεχθῶμεν [τὴν γνώμην], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 90Ε· οὕτω παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, ἔχουσι δεχθῆ [[βαρβ]]. εἰς …, Δημ. 194. 27. VI Τὸ μέσ. ἔχει [[ὡσαύτως]] τὴν ἔννοιαν τοῦ παραιτεῖσθαι, προσπαθῶ νὰ κερδήσω τὴν εὔνοιάν τινος, νὰ ἑλκύσω τινὰ πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[μετὰ]] γεν. προσ. Πλάτ. Ἀπολλ. 17C· ἀλλ᾿ [[ὅμως]] καὶ μετ᾿ αἰτ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 742Β, 951Α. 2) αἰτοῦμαί τι [[παρά]] τινος, αἰτοῦμαι συγγνώμην ἢ [[χάριν]] τινά, οὐδέν σου παρίεμαι, δὲν ζητῶ παρὰ σοῦ [[τίποτε]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 341C. οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, δὲν θὰ ἐζήτουν οὐδεμίαν [[χάριν]], [[οὐδόλως]] θὰ ὑπεχώρουν εἰς αὐτούς, Σοφ. Ο. Κ. 1666· οὕτω, παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν, αἰτοῦμαι συγγνώμην..., Εὐρ. Μήδ. 892.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[παρήσω]], <i>ao.</i> [[παρῆκα]], <i>pf.</i> [[παρεῖκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[παρείθην]], <i>pf.</i> [[παρεῖμαι]];<br /><b>1</b> lâcher, laisser tomber ; <i>Pass.</i> tomber;<br /><b>2</b> relâcher ; <i>Pass.</i> tomber, défaillir ; <i>fig.</i> relâcher, abattre, énerver, acc. ; <i>Pass.</i> être abattu, être accablé (par le sommeil, la maladie, la vieillesse, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> laisser entrer, laisser pénétrer, acc. ; <i>fig.</i> admettre : [[τι]] [[εἰς]] τὴν ψυχήν PLAT faire entrer dans l’âme (qqe sentiment, qqe désir, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> céder, abandonner : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>5</b> permettre, accorder : τινί [[τι]] qch à qqn;<br /><b>6</b> laisser passer, laisser s’écouler : τὸν καιρόν THC laisser passer l’occasion;<br /><b>7</b> laisser de côté ; ne pas tenir compte de, ne pas faire attention à ; <i>particul.</i> omettre, négliger;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρίεμαι (<i>f.</i> παρήσομαι, <i>ao.</i> παρηκάμην, <i>etc.</i>);<br /><b>1</b> laisser entrer auprès de soi, introduire <i>ou</i> admettre auprès de soi : τινα [[εἰς]] [[τὰς]] ἀκροπόλεις DÉM qqn dans les forteresses;<br /><b>2</b> demander avec instance, solliciter, acc.;<br /><b>3</b> accorder, concéder.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἵημι]].
}}
}}