νεόρραντος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόρραντος''': -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. [[ξίφος]], νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.
|lstext='''νεόρραντος''': -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. [[ξίφος]], νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />récemment trempé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ῥαίνω]].
}}
}}