3,270,341
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μείωσις''': ἡ, ([[μειόω]]) [[ἐλάττωσις]], ὀλιγόστευσις, σμίκρυνσις ἀντίθετ. τῷ [[αὔξησις]], Ἱππ. Μοχλικ. 855, Ἀριστ. Κατηγορ. 14, 1, περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 5, 11. | |lstext='''μείωσις''': ἡ, ([[μειόω]]) [[ἐλάττωσις]], ὀλιγόστευσις, σμίκρυνσις ἀντίθετ. τῷ [[αὔξησις]], Ἱππ. Μοχλικ. 855, Ἀριστ. Κατηγορ. 14, 1, περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 5, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />amoindrissement, diminution.<br />'''Étymologie:''' [[μειόω]]. | |||
}} | }} |