ἐξαίρετος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαίρετος''': -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ [[ἑπομένως]], 1) [[ἐπίλεκτος]], «διαλεκτός», [[ἐκλεκτός]], Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ [[αὐτοῦ]] θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς [[τεκμήριον]] ἰδιαζούσης [[τιμῆς]], μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον [[ἄνθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ [[δώρημα]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξ. τι διδόναι (ἴδε [[ἐξαιρέω]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα [[εἶναι]], νὰ [[εἶναι]] κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ [[συνήθης]], [[τάχα]] δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ [[ταχέως]] ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, [[ὅστις]] προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ [[ἴδιον]] πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ [[στρατηγία]] ἐξ., [[ἔκτακτος]] στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, [[οὗτος]] [[μόνος]] ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν [[προνόμιον]] νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. ἐξαιρέτως, ἐξαιρετικῶς, ἰδίως, πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. [[ἐξαιρέω]] ΙΙ.
|lstext='''ἐξαίρετος''': -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ [[ἑπομένως]], 1) [[ἐπίλεκτος]], «διαλεκτός», [[ἐκλεκτός]], Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ [[αὐτοῦ]] θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς [[τεκμήριον]] ἰδιαζούσης [[τιμῆς]], μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον [[ἄνθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ [[δώρημα]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξ. τι διδόναι (ἴδε [[ἐξαιρέω]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα [[εἶναι]], νὰ [[εἶναι]] κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ [[συνήθης]], [[τάχα]] δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ [[ταχέως]] ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, [[ὅστις]] προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ [[ἴδιον]] πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ [[στρατηγία]] ἐξ., [[ἔκτακτος]] στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, [[οὗτος]] [[μόνος]] ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν [[προνόμιον]] νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. ἐξαιρέτως, ἐξαιρετικῶς, ἰδίως, πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. [[ἐξαιρέω]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mis de côté :<br /><b>1</b> choisi, de choix, distingué, remarquable;<br /><b>2</b> excepté : τινα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι THC excepter qqn ; <i>en parl. de choses</i> exceptionnel, spécial, extraordinaire;<br /><b>3</b> mis en réserve;<br /><b>4</b> <i>avec idée de temps</i> différé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαιρέω]].
}}
}}