ἐξερείπω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξερείπω''': [[περικόπτω]], ὡς γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν μεγάλας δρυὸς Πινδ. Π. 4, 469. ΙΙ. συχνότερον ἀμεταβάτως κατ’ ἀόρ. β΄ ἐξήρῐπον, ἀπαρ. ἐξερῐπεῖν: [[πίπτω]] εἰς τὴν γῆν, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ [[δρῦς]], «ἐκπέσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 414· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, ἐκπεσοῦσα τῆς ζεύγλης, περὶ τῶν ἵππων τοῦ Πατρόκλου, Ρ. 440· κάπροι αὐχένος ἐξεριπόντες, ἔχοντες ἐρριμένους αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 174: [[πίπτω]] [[κάτω]], [[καταπίπτω]], τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δὲ [[ὑψόθεν]] ἐξεριπόντος, «τῆς μὲν (γῆς) ἐρριμένης [[κάτω]], τοῦ δὲ (οὐρανοῦ) ἐπικειμένου» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 704· - κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745 (ἐξ εἰκασίας Foës.), ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα, [[ἔνθα]] τὸ [[κάταγμα]] πράγματι ἐγένετο.
|lstext='''ἐξερείπω''': [[περικόπτω]], ὡς γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν μεγάλας δρυὸς Πινδ. Π. 4, 469. ΙΙ. συχνότερον ἀμεταβάτως κατ’ ἀόρ. β΄ ἐξήρῐπον, ἀπαρ. ἐξερῐπεῖν: [[πίπτω]] εἰς τὴν γῆν, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ [[δρῦς]], «ἐκπέσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 414· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, ἐκπεσοῦσα τῆς ζεύγλης, περὶ τῶν ἵππων τοῦ Πατρόκλου, Ρ. 440· κάπροι αὐχένος ἐξεριπόντες, ἔχοντες ἐρριμένους αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 174: [[πίπτω]] [[κάτω]], [[καταπίπτω]], τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δὲ [[ὑψόθεν]] ἐξεριπόντος, «τῆς μὲν (γῆς) ἐρριμένης [[κάτω]], τοῦ δὲ (οὐρανοῦ) ἐπικειμένου» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 704· - κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745 (ἐξ εἰκασίας Foës.), ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα, [[ἔνθα]] τὸ [[κάταγμα]] πράγματι ἐγένετο.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao2.</i> ἐξήριπον;<br /><b>1</b> tomber à terre <i>en parl. d’un arbre</i>;<br /><b>2</b> avec le gén. tomber de, pendre de ; <i>abs.</i> être penché.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐρείπω]].
}}
}}