3,274,873
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐννοέω''': μέλλ. -ήσω, Ἰων. μετοχ. ἀορ. ἐννώσας, Ἡρόδ. 1. 68, 86· πρκμ. ἐννένωκα 3. 6· - παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ἐννοοῦμαι, [[μετὰ]] παθ. ἀορ. ἐνενοήθην· [[ὡσαύτως]] Ἰων. ὑπερσυντ. ἐννένωτο, Ἡρόδ. 1. 77. Ἔχω ἐν νῷ, [[σκέπτομαι]], διανοοῦμαι, μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα ὅτι καὶ αὐτὸς [[ἄνθρωπος]] ἐὼν ὁ αὐτ. 1. 86, κτλ.· ἐννοεῖν [[εἴτε]] τι ἐλλείπει τοῦτο κατὰ τὴν ὁμοιότητα [[εἴτε]] μὴ Πλάτ. Φαίδων 74Α· ἐννοήσας δὲ ὁ Ξενοφῶν, μή, εἰ ἔρημον καταλίποι τὸν ἡλωκότα λόφον, καὶ [[πάλιν]] λαβόντες οἱ πολέμιοι ἐπίθοιντο τοῖς ὑποζυγίοις..., καταλείπει κτλ., σκεφθείς, φοβηθεὶς [[μήπως]]..., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 13, κτλ.· ἐννούμενοι μή... οὐκ ἔχοιεν, φοβούμενοι [[μήπως]] δὲν [[ἤθελον]] ἔχει, [[αὐτόθι]] 3. 5, 3. 2) μετ’ αἰτ., συλλογίζομαι, [[ἐξετάζω]] τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα Ἡρόδ. 1. 68, πρβλ. 3. 6· ἐνν. τὸ γιγνόμενον, ὅτι... Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 61· ἐννοεῖν [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 591Α· τέκνων ἐννοουμένη πέρι Εὐρ. Μήδ. 925· τοῦτ’ ἐννοεῖσθ’, [[ὅταν]] πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Σοφ. Φιλ. 1440· ταῦτ’ ἐννοηθεῖσ’ (διαφ. γραφ. ἐννοήσασ’) Εὐρ. Μήδ. 882, πρβλ. 900. 3) [[μετὰ]] γεν., ἔχω ἰδέαν [[περί]] τινος. μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενος κακῶν [[αὐτόθι]] 47· ἐνενόησε δὲ αὐτῶν καὶ ὡς..., παρετήρησε δέ..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι..., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάτ. 369Ε· πρβλ. Θεαίτ. 168C: - ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι, ἐξάγειν συμπεράσματα ἔκ τινος, ὁ αὐτ. Ἱππ. Μείζ. 295C. ΙΙ. ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], εἰ σὺ μὴ τόδ’ ἐννοεῖς, ἐγὼ [[λέγω]] σοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1088· οὐ γὰρ ἐννοῶ, δὲν εἰμπορῶ νὰ καταλάβω, Σοφ. Ο. Τ. 559, Φιλ. 28· [[μετὰ]] μετοχ. ἐννοοῦμαι [[φαῦλος]] οὖσα Εὐρ. Ἱππ. 435, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Β. ΙΙΙ. ἔχω κατὰ νοῦν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐννένωτο στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77· ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι...; ἐννοεῖς νὰ μᾶς προδώσῃς...; Σοφ. 330· μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ αὐτ. Αἴ. 115, Ἀντ. 664. IV. ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, τοῦτ’ ἐννοήσασ’, ὦ φίλαι,... χιτῶνα τὸν δ’ ἔβαψα Σοφ. Τρ. 578· [[σκέπτομαι]], ἐπινοῶ, [[εὑρίσκω]], πότερον ἄπιμεν ἥνπερ ἤλθομεν ἢ [[ἄλλην]] τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω Ξεν. Ἀν. 2. 2, 10· μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν Πλάτ. Νόμοι 798Β. V. ἐννοῶ, [[σχηματίζω]] ἰδέαν [[περί]] τινος, τι Πλάτ. Φαίδων 73C. κἑξ.: ὑποθέτω, ὃ δι’ ὑμᾶς ἐννοεῖτε Ξεν. Ἀν. 6. 1. 29. VI. ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]], δηλῶ, ἐννοῶ, τί σοι [[ἄλλο]] ἐννοεῖ... τὸ [[ῥῆμα]]; Πλάτ. Εὐθύδ. 287C. | |lstext='''ἐννοέω''': μέλλ. -ήσω, Ἰων. μετοχ. ἀορ. ἐννώσας, Ἡρόδ. 1. 68, 86· πρκμ. ἐννένωκα 3. 6· - παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ἐννοοῦμαι, [[μετὰ]] παθ. ἀορ. ἐνενοήθην· [[ὡσαύτως]] Ἰων. ὑπερσυντ. ἐννένωτο, Ἡρόδ. 1. 77. Ἔχω ἐν νῷ, [[σκέπτομαι]], διανοοῦμαι, μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα ὅτι καὶ αὐτὸς [[ἄνθρωπος]] ἐὼν ὁ αὐτ. 1. 86, κτλ.· ἐννοεῖν [[εἴτε]] τι ἐλλείπει τοῦτο κατὰ τὴν ὁμοιότητα [[εἴτε]] μὴ Πλάτ. Φαίδων 74Α· ἐννοήσας δὲ ὁ Ξενοφῶν, μή, εἰ ἔρημον καταλίποι τὸν ἡλωκότα λόφον, καὶ [[πάλιν]] λαβόντες οἱ πολέμιοι ἐπίθοιντο τοῖς ὑποζυγίοις..., καταλείπει κτλ., σκεφθείς, φοβηθεὶς [[μήπως]]..., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 13, κτλ.· ἐννούμενοι μή... οὐκ ἔχοιεν, φοβούμενοι [[μήπως]] δὲν [[ἤθελον]] ἔχει, [[αὐτόθι]] 3. 5, 3. 2) μετ’ αἰτ., συλλογίζομαι, [[ἐξετάζω]] τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, ὁ δὲ ἐννώσας τὰ λεγόμενα Ἡρόδ. 1. 68, πρβλ. 3. 6· ἐνν. τὸ γιγνόμενον, ὅτι... Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 61· ἐννοεῖν [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 591Α· τέκνων ἐννοουμένη πέρι Εὐρ. Μήδ. 925· τοῦτ’ ἐννοεῖσθ’, [[ὅταν]] πορθῆτε γαῖαν, εὐσεβεῖν Σοφ. Φιλ. 1440· ταῦτ’ ἐννοηθεῖσ’ (διαφ. γραφ. ἐννοήσασ’) Εὐρ. Μήδ. 882, πρβλ. 900. 3) [[μετὰ]] γεν., ἔχω ἰδέαν [[περί]] τινος. μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενος κακῶν [[αὐτόθι]] 47· ἐνενόησε δὲ αὐτῶν καὶ ὡς..., παρετήρησε δέ..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· ἐννενόηκά σου λέγοντος ὅτι..., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάτ. 369Ε· πρβλ. Θεαίτ. 168C: - ἔκ τινος ἐννοεῖσθαι, ἐξάγειν συμπεράσματα ἔκ τινος, ὁ αὐτ. Ἱππ. Μείζ. 295C. ΙΙ. ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], εἰ σὺ μὴ τόδ’ ἐννοεῖς, ἐγὼ [[λέγω]] σοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1088· οὐ γὰρ ἐννοῶ, δὲν εἰμπορῶ νὰ καταλάβω, Σοφ. Ο. Τ. 559, Φιλ. 28· [[μετὰ]] μετοχ. ἐννοοῦμαι [[φαῦλος]] οὖσα Εὐρ. Ἱππ. 435, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Β. ΙΙΙ. ἔχω κατὰ νοῦν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., ἐννένωτο στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77· ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι...; ἐννοεῖς νὰ μᾶς προδώσῃς...; Σοφ. 330· μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁ αὐτ. Αἴ. 115, Ἀντ. 664. IV. ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, τοῦτ’ ἐννοήσασ’, ὦ φίλαι,... χιτῶνα τὸν δ’ ἔβαψα Σοφ. Τρ. 578· [[σκέπτομαι]], ἐπινοῶ, [[εὑρίσκω]], πότερον ἄπιμεν ἥνπερ ἤλθομεν ἢ [[ἄλλην]] τινὰ ἐννενοηκέναι δοκεῖς ὁδὸν κρείττω Ξεν. Ἀν. 2. 2, 10· μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν Πλάτ. Νόμοι 798Β. V. ἐννοῶ, [[σχηματίζω]] ἰδέαν [[περί]] τινος, τι Πλάτ. Φαίδων 73C. κἑξ.: ὑποθέτω, ὃ δι’ ὑμᾶς ἐννοεῖτε Ξεν. Ἀν. 6. 1. 29. VI. ἐπὶ λέξεων, [[σημαίνω]], δηλῶ, ἐννοῶ, τί σοι [[ἄλλο]] ἐννοεῖ... τὸ [[ῥῆμα]]; Πλάτ. Εὐθύδ. 287C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> avoir dans l’esprit :<br /><b>1</b> songer, réfléchir : [[τι]], [[περί]] τινος à qch ; avec l’inf. songer à faire qch ; avec [[μή]], songer <i>ou</i> veiller à ce que… ne, craindre que;<br /><b>2</b> imaginer, inventer : [[τι]] qch;<br /><b>II.</b> se mettre dans l’esprit, comprendre, se représenter : τινος [[ὡς]] remarquer au sujet de qqn, remarquer que qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐννοέομαι-οῦμαι (<i>ao. Pass.</i> ἐνενοήθην);<br /><b>1</b> songer, réfléchir : [[τι]] à qch;<br /><b>2</b> comprendre, s’apercevoir ; avec un part. : ἐννοοῦμαι [[φαῦλος]] [[οὖσα]] EUR je vois que j’avais tort.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[νοέω]]. | |||
}} | }} |