ἐξέψω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξέψω''': μέλλ. ἐξεψήσω, [[βράζω]] ἢ [[μαγειρεύω]] τι ἐντελῶς Ἡρόδ. 4. 61. - Παθ., ἐντελῶς βράζομαι, Ἀριστ. Μετεωρολ. 4. 7, 4.
|lstext='''ἐξέψω''': μέλλ. ἐξεψήσω, [[βράζω]] ἢ [[μαγειρεύω]] τι ἐντελῶς Ἡρόδ. 4. 61. - Παθ., ἐντελῶς βράζομαι, Ἀριστ. Μετεωρολ. 4. 7, 4.
}}
{{bailly
|btext=faire cuire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἕψω]].
}}
}}