3,277,206
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, μοὶ πίπτει ὁ [[κλῆρος]] μετ’ ἄλλον τινά, «[[λαχαίνω]] [[δεύτερος]]» [[οὔτε]] λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχὼν Αἰσχίν. 62. 31· «ἔοικε τὸ γιγνόμενον τοιοῦτον [[εἶναι]]· ἐκληροῦντο οἱ βουλεύειν ἢ ἄρχειν ἐφιέμενοι, [[ἔπειτα]] ἑκάστῳ τῶν λαχόντων [[ἕτερος]] ἐπελάγχανεν, ἵν’ ἐὰν ὁ πρῶτος λαχὼν ἀποδοκιμασθῇ ἢ τελευτήσῃ ἀντ’ ἐκείνου γένηται βουλευτὴς ὁ ἐπιλαχὼν αὐτῷ» (Ἁρποκρ.), Δημ. 1331. 5. ὅτι πονηρῷ καὶ ξένῳ ἐπέλαχες ἀνδρὶ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 3. 4, πρβλ. καὶ Ἁρποκρ. ΙΙ. [[πίπτω]] [[προσέτι]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, ἐπιλέλογχε πύματον... [[γῆρας]] Σοφ. Ο. Κ. 1235 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ἔχει ὡς κλῆρον ἢ [[μερίδιον]]· ἀλλ’ ἴδε [[λαγχάνω]] IV). | |lstext='''ἐπιλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, μοὶ πίπτει ὁ [[κλῆρος]] μετ’ ἄλλον τινά, «[[λαχαίνω]] [[δεύτερος]]» [[οὔτε]] λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχὼν Αἰσχίν. 62. 31· «ἔοικε τὸ γιγνόμενον τοιοῦτον [[εἶναι]]· ἐκληροῦντο οἱ βουλεύειν ἢ ἄρχειν ἐφιέμενοι, [[ἔπειτα]] ἑκάστῳ τῶν λαχόντων [[ἕτερος]] ἐπελάγχανεν, ἵν’ ἐὰν ὁ πρῶτος λαχὼν ἀποδοκιμασθῇ ἢ τελευτήσῃ ἀντ’ ἐκείνου γένηται βουλευτὴς ὁ ἐπιλαχὼν αὐτῷ» (Ἁρποκρ.), Δημ. 1331. 5. ὅτι πονηρῷ καὶ ξένῳ ἐπέλαχες ἀνδρὶ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 3. 4, πρβλ. καὶ Ἁρποκρ. ΙΙ. [[πίπτω]] [[προσέτι]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, ἐπιλέλογχε πύματον... [[γῆρας]] Σοφ. Ο. Κ. 1235 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ἔχει ὡς κλῆρον ἢ [[μερίδιον]]· ἀλλ’ ἴδε [[λαγχάνω]] IV). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπιλήξομαι, <i>ao.2</i> ἐπέλαχον, <i>pf.</i> ἐπιλέλογχα;<br /><b>1</b> échoir en partage par le sort;<br /><b>2</b> obtenir par le sort et à la suite de, <i>càd</i> être désigné par le sort pour succéder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λαγχάνω]]. | |||
}} | }} |