ἐπίμαστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμαστος''': -ον, ([[ἐπιμαίομαι]]) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «[[ἐπίμαστος]] ὁ [[ἐπαίτης]], ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπίμαστος''': -ον, ([[ἐπιμαίομαι]]) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «[[ἐπίμαστος]] ὁ [[ἐπαίτης]], ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cherche sa nourriture, mendiant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μαστός]].
}}
}}