ἐπισφάζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισφάζω''': μεταγεν. -[[σφάττω]], [[σφάζω]] ἐπί, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) [[ἐπιχέω]], [[αἷμα]] μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., [[αἷμα]] [[ἀρτίως]] ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. [[σφάζω]] ἐπί τινος ἢ [[προσέτι]], τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 ([[ἔνθα]] καὶ τὸ Μέσ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου [[φονεύω]], νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. [[φονεύω]] ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 43.
|lstext='''ἐπισφάζω''': μεταγεν. -[[σφάττω]], [[σφάζω]] ἐπί, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) [[ἐπιχέω]], [[αἷμα]] μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., [[αἷμα]] [[ἀρτίως]] ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. [[σφάζω]] ἐπί τινος ἢ [[προσέτι]], τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 ([[ἔνθα]] καὶ τὸ Μέσ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου [[φονεύω]], νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. [[φονεύω]] ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 43.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> égorger sur : ἐπ. τινὰ τάφῳ EUR immoler qqn sur un tombeau ; πρόβατά τινι XÉN immoler des agneaux sur le corps d’un mort;<br /><b>2</b> égorger ensuite <i>ou</i> à la suite de : τινα ἐπ. τινι qqn après qqn;<br /><b>3</b> achever d’égorger, achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σφάζω]].
}}
}}