3,274,789
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχθόνιος''': -ον, καὶ βραδύτερον α, ον· ([[χθών]]): - Ἐπικ. ἐπίθ., ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τῶν θνητῶν, ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοὶ Ὀδ. Θ. 479, Ἰλ. Α. 266, 272· καὶ ἀπολ., ἐπιχθόνιοι, γήϊνοι, ἄνθρωποι ἐπίγειοι (πρβλ. χαμαί), ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπουράνιοι θεοὶ Ω. 220· [[οὕτως]], ἐπ. γένος ἀνθρώπων Πινδ. Ἀποσπ. 232. 3: ― ἐπ. δαίμονες, οἱ θαμίζοντες εἰς τὴν γῆν, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, Βακχυλ. 4. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ζῶν εἰς τὰ μεσόγαια μέρη, Διον. Περιηγ. 459, 1093. | |lstext='''ἐπιχθόνιος''': -ον, καὶ βραδύτερον α, ον· ([[χθών]]): - Ἐπικ. ἐπίθ., ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τῶν θνητῶν, ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοὶ Ὀδ. Θ. 479, Ἰλ. Α. 266, 272· καὶ ἀπολ., ἐπιχθόνιοι, γήϊνοι, ἄνθρωποι ἐπίγειοι (πρβλ. χαμαί), ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπουράνιοι θεοὶ Ω. 220· [[οὕτως]], ἐπ. γένος ἀνθρώπων Πινδ. Ἀποσπ. 232. 3: ― ἐπ. δαίμονες, οἱ θαμίζοντες εἰς τὴν γῆν, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, Βακχυλ. 4. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ζῶν εἰς τὰ μεσόγαια μέρη, Διον. Περιηγ. 459, 1093. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui vit sur la terre ; [[οἱ]] ἐπιχθόνιοι IL les habitants de la terre, les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χθών]]. | |||
}} | }} |