3,277,228
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρίδμᾱτος''': -ον, ([[δέμω]]), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. [[ἀκίνητος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἔρις]] ἐρ. (πρβλ. [[θεόδμητος]], [[εὔδμητος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ [[δαμάω]], [[ἐρίδματος]] ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[λίαν]] δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα. | |lstext='''ἐρίδμᾱτος''': -ον, ([[δέμω]]), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. [[ἀκίνητος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἔρις]] ἐρ. (πρβλ. [[θεόδμητος]], [[εὔδμητος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ [[δαμάω]], [[ἐρίδματος]] ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[λίαν]] δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>dor.</i><br />établi solidement, inexpugnable.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[δέμω]]. | |||
}} | }} |