εὔανδρος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη [[πόλις]] Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.
|lstext='''εὔανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη [[πόλις]] Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en hommes beaux, forts, courageux;<br /><b>2</b> qui rend les hommes heureux;<br /><i>Sp.</i> εὐανδρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
}}
}}