3,276,901
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔθρυπτος''': -ον, ([[θρύπτω]]) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, [[εὔπεπτος]], ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326. | |lstext='''εὔθρυπτος''': -ον, ([[θρύπτω]]) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, [[εὔπεπτος]], ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à amollir, à rompre ; <i>en parl. de viande</i> facile à digérer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} |