εὔφορτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rapide, agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρτος]].
}}
}}