ἑωθινός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑωθῐνός''': -ή, -όν, (ἕως) πρώϊος, πρωϊνός, γίνεταί σφι ὁ [[ἥλιος]] [[κατάπερ]] τοῖσι ἄλλοισι ὁ ἑωθινὸς Ἡρόδ. 3. 104· ἑωθινὸς... εἶδον στρατὸν Σοφ. Ἀποσπ. 445· οὔσης... ἐκκλησίας ἑωθινῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 20· τὸ ἑωθινόν, ὡς ἐπίρρ., ἐνωρίς, πρωΐ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· [[οὕτως]], ἐξ ἑωθινοῦ, = [[ἕωθεν]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 2, Πλάτ. κλ.· ἐξ ἑωθινοῦ [[μέχρι]] δείλης Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 5· εὐθὺς ἐξ ἑωθινοῦ Ἄλεξις ἐν «Φυγάδι» 1. 4· περὶ τὴν ἑωθ. φυλακήν, περὶ τὴν πρωϊνὴν φυλακήν, Λατ. sub quartam vigili an, Πολύβ. 3. 67, 2· ὑπὸ τὴν ἑωθ. (μόνον) [[αὐτόθι]] 43. 1· τῆς ἑωθ. φυλακῆς Πλουτ. Πομπ. 68· προσειπεῖν τὸ ἑωθ., προσειπεῖν τὸν πρωϊνὸν χαιρετισμόν, τὸ «καλημέρα», Λουκ. [[ὑπὲρ]] τοῦ ἐν τῇ Προσαγ. Πταίσμ. 1· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 580D ([[ἔνθα]] τό γ΄ ἑωθινὸν [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ.)· ἑωθιναὶ δίκαι, [[παροιμία]] ἐπὶ ὑποθέσεων [[ταχέως]] συντελουμένων, «τὰ βραχέα πράγματα, [[ἐπεὶ]] [[ταῦτα]] ὄρθρου ἐξεδίκαζον» Α. Β. 258. 2) [[ἀνατολικός]], Διον. Π. 697· Συγκρ. -ώτερος Στράβ. 493· Ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. 199· ἑωθινὸς [[ἀστήρ]], ὁ αὐγερινός, Ἑβδ. (Σειράχ, Ε΄, 6)· ἑωθ. προσευχαὶ Εὐσέβ. V. 409Β. 3) ὡς οὐσ. (α΄) ἡ ἑωθινὴ (ἐξυπ. ὥρα) = πρωΐα. Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. Ε. 30), Πολύβ. 1. 53, 4, κλ.· (β΄) τὰ ἑωθινά, = [[ὄρθρος]], ἑωθινὴ [[προσευχή]], Χρον. Πάσχ. 552. 13· (γ΄) τό ἑωθινὸν (ἐξυπ. [[τροπάριον]]), [[ὅπερ]] ψάλλεται εἰς τὸ [[τέλος]] τῶν αἴνων. Ὑπάρχουσι δὲ [[ἕνδεκα]] ἑωθινά, Στουδ. 1709C, Λέων 300 κἑξ.
|lstext='''ἑωθῐνός''': -ή, -όν, (ἕως) πρώϊος, πρωϊνός, γίνεταί σφι ὁ [[ἥλιος]] [[κατάπερ]] τοῖσι ἄλλοισι ὁ ἑωθινὸς Ἡρόδ. 3. 104· ἑωθινὸς... εἶδον στρατὸν Σοφ. Ἀποσπ. 445· οὔσης... ἐκκλησίας ἑωθινῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 20· τὸ ἑωθινόν, ὡς ἐπίρρ., ἐνωρίς, πρωΐ, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· [[οὕτως]], ἐξ ἑωθινοῦ, = [[ἕωθεν]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 2, Πλάτ. κλ.· ἐξ ἑωθινοῦ [[μέχρι]] δείλης Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 5· εὐθὺς ἐξ ἑωθινοῦ Ἄλεξις ἐν «Φυγάδι» 1. 4· περὶ τὴν ἑωθ. φυλακήν, περὶ τὴν πρωϊνὴν φυλακήν, Λατ. sub quartam vigili an, Πολύβ. 3. 67, 2· ὑπὸ τὴν ἑωθ. (μόνον) [[αὐτόθι]] 43. 1· τῆς ἑωθ. φυλακῆς Πλουτ. Πομπ. 68· προσειπεῖν τὸ ἑωθ., προσειπεῖν τὸν πρωϊνὸν χαιρετισμόν, τὸ «καλημέρα», Λουκ. [[ὑπὲρ]] τοῦ ἐν τῇ Προσαγ. Πταίσμ. 1· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 580D ([[ἔνθα]] τό γ΄ ἑωθινὸν [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ.)· ἑωθιναὶ δίκαι, [[παροιμία]] ἐπὶ ὑποθέσεων [[ταχέως]] συντελουμένων, «τὰ βραχέα πράγματα, [[ἐπεὶ]] [[ταῦτα]] ὄρθρου ἐξεδίκαζον» Α. Β. 258. 2) [[ἀνατολικός]], Διον. Π. 697· Συγκρ. -ώτερος Στράβ. 493· Ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. 199· ἑωθινὸς [[ἀστήρ]], ὁ αὐγερινός, Ἑβδ. (Σειράχ, Ε΄, 6)· ἑωθ. προσευχαὶ Εὐσέβ. V. 409Β. 3) ὡς οὐσ. (α΄) ἡ ἑωθινὴ (ἐξυπ. ὥρα) = πρωΐα. Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. Ε. 30), Πολύβ. 1. 53, 4, κλ.· (β΄) τὰ ἑωθινά, = [[ὄρθρος]], ἑωθινὴ [[προσευχή]], Χρον. Πάσχ. 552. 13· (γ΄) τό ἑωθινὸν (ἐξυπ. [[τροπάριον]]), [[ὅπερ]] ψάλλεται εἰς τὸ [[τέλος]] τῶν αἴνων. Ὑπάρχουσι δὲ [[ἕνδεκα]] ἑωθινά, Στουδ. 1709C, Λέων 300 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> ([[ἕως]], aurore, matin) qui agit <i>ou</i> se fait au point du jour, du matin, matinal : [[ἐξ]] ἑωθινοῦ, dès le matin ; <i>adv.</i> • τὸ ἑωθινόν, le matin;<br /><b>2</b> ([[ἕως]], orient) situé au levant, oriental.<br />'''Étymologie:''' [[ἕως]].
}}
}}