3,277,700
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπεροπεύς''': έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = [[ἠπεροπευτής]], ἠπεροπῆά τ᾿ [[ἔμεν]] καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, [[διαφόρως]], καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν). | |lstext='''ἠπεροπεύς''': έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = [[ἠπεροπευτής]], ἠπεροπῆά τ᾿ [[ἔμεν]] καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, [[διαφόρως]], καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>gén. épq.</i> ῆος;<br />trompeur.<br />'''Étymologie:''' th. ἠπερο = <i>skr.</i> apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. [[ἔπος]], [[εἰπεῖν]] : « qui parle autrement qu’il ne pense ». | |||
}} | }} |