ἠπύτα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπύτᾰ''': ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. [[ἱππότα]], κτλ.· ([[ἠπύω]])· - [[φωνητής]], [[βοητής]], [[κράκτης]], [[ἠπύτα]] κήρυξ, ὁ [[μεγαλόφωνος]] κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ [[ὀξύφωνος]] σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· [[πόντος]] Ὀππ. Κ. 2. 136.
|lstext='''ἠπύτᾰ''': ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. [[ἱππότα]], κτλ.· ([[ἠπύω]])· - [[φωνητής]], [[βοητής]], [[κράκτης]], [[ἠπύτα]] κήρυξ, ὁ [[μεγαλόφωνος]] κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ [[ὀξύφωνος]] σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· [[πόντος]] Ὀππ. Κ. 2. 136.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br /><i>seul. nom., épq. p.</i> *ἠπύτης;<br />qui fait du bruit, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἠπύω]].
}}
}}