3,277,197
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνιοχικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, [[ἵππος]] Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35. | |lstext='''ἡνιοχικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, [[ἵππος]] Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de cocher ; ἡ ἡνιοχική ([[τέχνη]]) l’art de conduire un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]]. | |||
}} | }} |