ἡνιοχικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, [[ἵππος]] Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.
|lstext='''ἡνιοχικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, [[ἵππος]] Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de cocher ; ἡ ἡνιοχική ([[τέχνη]]) l’art de conduire un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
}}