ἴαμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴᾱμα''': Ἰων. [[ἴημα]], τό, ([[ἰάομαι]]) [[μέσον]] ἰάσεως, [[ἰάτρευμα]], [[θεραπεία]], «ἰατρικόν», Ἡρόδ. 3. 130, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Θουκ. 2. 51, Πλάτ., κλ.· στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 382. ΙΙ. = [[ἴασις]], Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 9.
|lstext='''ἴᾱμα''': Ἰων. [[ἴημα]], τό, ([[ἰάομαι]]) [[μέσον]] ἰάσεως, [[ἰάτρευμα]], [[θεραπεία]], «ἰατρικόν», Ἡρόδ. 3. 130, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Θουκ. 2. 51, Πλάτ., κλ.· στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 382. ΙΙ. = [[ἴασις]], Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 9.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />remède.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
}}
}}