ἰσχαλέος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχᾰλέος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - [[λεπτός]], [[μηδαμινός]], περόναι Μανέθων 6. 434· - [[μετέπειτα]] [[ἰσχναλέος]], Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἰσχᾰλέος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - [[λεπτός]], [[μηδαμινός]], περόναι Μανέθων 6. 434· - [[μετέπειτα]] [[ἰσχναλέος]], Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].
}}
}}