3,270,803
edits
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοπήμων''': -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363. | |lstext='''καινοπήμων''': -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πῆμα]]. | |||
}} | }} |