καθιδρύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθιδρύω''': μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ [[καθέζομαι]], βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα [[ὅποι]] καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]], καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· [[περιορίζω]], ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται [[μέσον]] ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) [[ἱδρύω]], [[κτίζω]], [[ἀνεγείρω]], [[γυμνάσιον]] Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).
|lstext='''καθιδρύω''': μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ [[καθέζομαι]], βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα [[ὅποι]] καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]], καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· [[περιορίζω]], ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., [[ὅστις]] μεταχειρίζεται [[μέσον]] ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) [[ἱδρύω]], [[κτίζω]], [[ἀνεγείρω]], [[γυμνάσιον]] Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire asseoir : τινα qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> asseoir, établir, fixer;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθιδρύομαι ériger, dédier, consacrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱδρύω]].
}}
}}