3,252,017
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καματηρός''': -ά, -όν, [[κοπιώδης]], [[ἐπίμοχθος]], [[γῆρας]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα [[κόπος]] ἑλεῖ [[καματηρός]] μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά. | |lstext='''καματηρός''': -ά, -όν, [[κοπιώδης]], [[ἐπίμοχθος]], [[γῆρας]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα [[κόπος]] ἑλεῖ [[καματηρός]] μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | |||
}} | }} |