κακόβουλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκόβουλος''': -ον, κακῶς βουλευόμενος, [[ἀσύνετος]], φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ [[εὔβουλος]], Πλάτ. Σίσυφ. 391C.
|lstext='''κᾰκόβουλος''': -ον, κακῶς βουλευόμενος, [[ἀσύνετος]], φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ [[εὔβουλος]], Πλάτ. Σίσυφ. 391C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a des pensées mauvaises <i>ou</i> déraisonnables;<br /><b>2</b> qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[βουλή]].
}}
}}