3,274,216
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰρᾱνιστής''': ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς [[μόρος]], [[θάνατος]] δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817. | |lstext='''κᾰρᾱνιστής''': ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς [[μόρος]], [[θάνατος]] δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui arrache la tête, la vie.<br />'''Étymologie:''' *καρανίζω de [[κάρα]]. | |||
}} | }} |