3,274,216
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβολή''': ἡ, τὸ [[ῥίψιμον]], [[κατάθεσις]], σπερμάτων Λουκ. Ἔρωτ. 19, Πρὸς Ἑβρ. Ἐπ. ια΄ 11. ΙΙ. μεταφ., 1) θεμέλιον, [[ἀρχή]], Πινδ. Ν. 2. 5· κ. ποιεῖσθαι τυραννίδος Πολύβ. 13. 6, 2· ἐκ καταβολῆς, ἐκ θεμελίων, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, ὁ αὐτ. 1. 36, 8, κτλ.· πρὸ καταβολῆς κόσμου Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. α΄, 4· τῆς αὐτῆς κ. γεγονέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 13, 3. 2) πληρωμή, ἰδίως μερική, κατὰ διαλείμματα καταβαλλομένη, καταβάλλειν τὰς καταβολὰς Δημ. 1352. 22· τὸ [[ἀργύριον]] ὃ ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει, τὰ χρήματα ἃ ἔφερεν ὡς παρακαταθήκην ([[χάριν]] ἐγγυήσεως), Νόμ. παρὰ Δημ. 973. 4· πρβλ. [[καταβάλλω]] ΙΙ. 4. 3) ἡ κ. τῆς περιόδου, ἡ τακτικὴ [[περίοδος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καταβολή]]· [[θυσία]], [[τελετή]]». ΙΙΙ. περιοδικὴ προσβολὴ ἀσθενείας, [[παροξυσμός]], Λατ. accessio, τῆς ἀσθενείας Πλάτ. Γοργ. 519Α, πρβλ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Ε ([[ἔνθα]] [[κατηβολή]])· πυρετοῦ Δημ. 118. 20· [[ὡσαύτως]] [[καταρράκτης]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πλουτ. Τιμολ. 37. 2) κ. θεοῦ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], [[θεοπνευστία]], [[Πολυδ]]. Α΄, 16. ― Ἐπὶ τοῦ τύπου [[κατηβολή]], [[ὅστις]] ἀναφέρεται (μὲ τὴν σημασ. ΙΙΙ.) ἐκ τοῦ Ἱππ. ὑπὸ Γαλην., καὶ ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 617) ὑπὸ Ἡσυχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 699. | |lstext='''καταβολή''': ἡ, τὸ [[ῥίψιμον]], [[κατάθεσις]], σπερμάτων Λουκ. Ἔρωτ. 19, Πρὸς Ἑβρ. Ἐπ. ια΄ 11. ΙΙ. μεταφ., 1) θεμέλιον, [[ἀρχή]], Πινδ. Ν. 2. 5· κ. ποιεῖσθαι τυραννίδος Πολύβ. 13. 6, 2· ἐκ καταβολῆς, ἐκ θεμελίων, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, ὁ αὐτ. 1. 36, 8, κτλ.· πρὸ καταβολῆς κόσμου Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. α΄, 4· τῆς αὐτῆς κ. γεγονέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 13, 3. 2) πληρωμή, ἰδίως μερική, κατὰ διαλείμματα καταβαλλομένη, καταβάλλειν τὰς καταβολὰς Δημ. 1352. 22· τὸ [[ἀργύριον]] ὃ ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει, τὰ χρήματα ἃ ἔφερεν ὡς παρακαταθήκην ([[χάριν]] ἐγγυήσεως), Νόμ. παρὰ Δημ. 973. 4· πρβλ. [[καταβάλλω]] ΙΙ. 4. 3) ἡ κ. τῆς περιόδου, ἡ τακτικὴ [[περίοδος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καταβολή]]· [[θυσία]], [[τελετή]]». ΙΙΙ. περιοδικὴ προσβολὴ ἀσθενείας, [[παροξυσμός]], Λατ. accessio, τῆς ἀσθενείας Πλάτ. Γοργ. 519Α, πρβλ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Ε ([[ἔνθα]] [[κατηβολή]])· πυρετοῦ Δημ. 118. 20· [[ὡσαύτως]] [[καταρράκτης]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πλουτ. Τιμολ. 37. 2) κ. θεοῦ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], [[θεοπνευστία]], [[Πολυδ]]. Α΄, 16. ― Ἐπὶ τοῦ τύπου [[κατηβολή]], [[ὅστις]] ἀναφέρεται (μὲ τὴν σημασ. ΙΙΙ.) ἐκ τοῦ Ἱππ. ὑπὸ Γαλην., καὶ ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 617) ὑπὸ Ἡσυχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 699. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de jeter les fondements ; fondement, fondation, principe, commencement;<br /><b>2</b> dépôt d’une somme d’argent, paiement ; <i>particul.</i> caution;<br /><b>II. 1</b> la cataracte, maladie des yeux;<br /><b>2</b> attaque <i>ou</i> accès d’une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[καταβάλλω]]. | |||
}} | }} |