καταδέχομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· [[πόμα]] Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) [[δέχομαι]] [[ὀπίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, [[αὐτόθι]] 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. [[εἰσαγγελία]] c.
|lstext='''καταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], τι εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 401Ε· τινα ἐπὶ γάμον Λουκ. Τόξ. 44· πάσαις ταῖς πύλαις τὴν ἡδονὴν ὁ αὐτ. ἐν Νιγρ. 16· - ἰδίως ἐπὶ τροφῆς, τοὺς φακοὺς Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 29· [[πόμα]] Ἱππ. 1221D· τροφὴν Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3. 2) [[δέχομαι]] [[ὀπίσω]], [[δέχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν πατρίδα, ἰδίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἀνδοκ. 23. 42, Λυσ. 104. 22, κτλ.· Παθ. ἀόρ. καταδεχθῆναι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 31, Δίων Κ. 78. 39· καὶ μέλλ. καταδεχθήσεσθαι, [[αὐτόθι]] 40. 40. 3) ἐπιδέχομαι, «ἀδικήμασι μεγίστοις ἀναβολὴν μὴ καταδεχομένοις» Σουΐδ. ἐν λέξ. [[εἰσαγγελία]] c.
}}
{{bailly
|btext=<b>I. 1</b> recevoir, accepter;<br /><b>2</b> recevoir chez soi au retour <i>en parl. d’exilés</i>;<br /><b>II.</b> <i>Pass. (f.</i> καταδεχθήσομαι <i>et ao.</i> κατεδέχθην) être accueilli, être reçu.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δέχομαι]].
}}
}}