3,276,932
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταργῠρόω''': [[καλύπτω]], κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.˙ καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β˙ καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98˙ τὴν [[ἔνδοθεν]] ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] ἢ [[διαφθείρω]] δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος [[λέγω]], «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077˙ πρβλ. [[ὑπάργυρος]]. | |lstext='''καταργῠρόω''': [[καλύπτω]], κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.˙ καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β˙ καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98˙ τὴν [[ἔνδοθεν]] ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] ἢ [[διαφθείρω]] δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος [[λέγω]], «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077˙ πρβλ. [[ὑπάργυρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> argenter;<br /><b>2</b> corrompre avec de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[κατάργυρος]]. | |||
}} | }} |