καταβρίθω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβρίθω''': ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., [[βαρέως]] πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]], «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
|lstext='''καταβρίθω''': ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., [[βαρέως]] πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]], «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
}}
}}