3,277,700
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασπέρχω''': μέλλ. -ξω, πρβλ. [[ἐπισπέρχω]], [[κατεπείγω]], ὠθῶ καὶ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ [[δόρυ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν [[ταχέως]]· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἰσχυρός]], [[πνέω]] μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, [[ὑπόθεσις]] μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4. | |lstext='''κατασπέρχω''': μέλλ. -ξω, πρβλ. [[ἐπισπέρχω]], [[κατεπείγω]], ὠθῶ καὶ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ [[δόρυ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν [[ταχέως]]· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἰσχυρός]], [[πνέω]] μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, [[ὑπόθεσις]] μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=pousser vivement, <i>fig.</i> secouer ; effrayer par la vie et par le bruit <i>en parl. d’événements</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπέρχω]]. | |||
}} | }} |