3,277,286
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεπιορκέω''': ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 1269. 24. | |lstext='''κατεπιορκέω''': ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 1269. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />prendre à témoin par un parjure, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατεπιορκέομαι-οῦμαι venir à bout de qch par un parjure.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπιορκέω]]. | |||
}} | }} |