κατεπιορκέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπιορκέω''': ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 1269. 24.
|lstext='''κατεπιορκέω''': ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 1269. 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre à témoin par un parjure, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατεπιορκέομαι-οῦμαι venir à bout de qch par un parjure.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπιορκέω]].
}}
}}