κενοδοξία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενοδοξία''': ἡ, [[ματαιότης]], κενὴ [[δόξα]], [[οἴησις]], ἢ καὶ κενῆς δόξης ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 9, Πλούτ. 2. 57D· κενοδοξίας τροφὴ τιμαὶ καὶ ἔπαινοι Χρυσόστ.
|lstext='''κενοδοξία''': ἡ, [[ματαιότης]], κενὴ [[δόξα]], [[οἴησις]], ἢ καὶ κενῆς δόξης ἐπιθυμία, Πολύβ. 3. 81, 9, Πλούτ. 2. 57D· κενοδοξίας τροφὴ τιμαὶ καὶ ἔπαινοι Χρυσόστ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />recherche <i>ou</i> amour de la vaine gloire, gloriole, vanité.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[δόξα]].
}}
}}