κήδω: Difference between revisions

927 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήδω''': Ἰλ.· παρατ. ἕκηδον Ἰλ., Ἰων. κήδεσκον Ὀδ. Ψ. 9: μέλλ. [[κηδήσω]] Ἰλ. Ψ. 240 (πρβλ. [[ἀκηδέω]], [[ἀποκηδέω]]). ― Μέσ. καὶ Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. κηδέσκετο Ὀδ. Χ. 358: μέλλ. κεκαδήσομαι (ἀλλὰ περὶ τῶν [[κεκαδήσω]], κέκαδον, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι) Ὅμ.· προστ. ἀορ. [[κήδεσαι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 139 (πρβλ. [[ἀκηδέω]]): πρκμ. κέκηδα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Τυρταῖ. 8. 28. (Ἐκ √ΚΑΔ· πρβλ. κεκαδήσομαι, κῆδος· Σανσκρ. khâd (mordere).) Ι. ἐνεργῶ, ταράττω, ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, [[θλίβω]], παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐξωτερικῶν ἀνησυχιῶν καὶ στενοχωριῶν, μετ’ αἰτ. προσ., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς Ἰλ. Ε. 404· μῆλα δὲ κήδει (δηλ. χειμὼν) Ρ. 550· [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402· ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες Ἰλ. Ω. 240· ― τὸ ἐνεργ. μόνον παρ’ Ἐπικ. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἐνδιαφέρομαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, θλίβομαι περὶ αὐτῶν, [[μετὰ]] γεν. προσ., κήδετο γὰρ Δαναῶν Ἰλ. Α. 56· τίη δὲ σὺ κήδεαι [[οὕτως]] ἀνδρῶν; Ζ. 55· ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ’ Θ. 353, πρβλ. Λ. 665, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 209., 9. 45, καὶ Ἀττ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Αἴ. 203, Θουκ. 6. 14, Πλάτ., κτλ.· καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων, θρήνει [[περί]]..., Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 25· ― [[μετὰ]] γεν. πράγματος, τῶν ἀλφίτων Ἀριστοφ. Νεφ. 107· ― ἑπομένου ῥήματ., κ. μὴ ἀπόλωνται Ἡρόδ. 7. 220· κ. ἵνα μὴ δύῃ Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ― ἀπολ. κατὰ μετοχ., κηδόμενος, η, ον, φροντίζων, μεριμνῶν [[περί]] τινος, [[ἀνήσυχος]], περίφροντις, φιλέουσά τε κηδομένη τε Ἰλ. Α. 196· ἀνέρι κηδομένῳ Π. 516 [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ἐν τέλει στίχου, κηδόμενός περ, κηδομένη περ· [[οὕτως]], εὐνοῶν τε καὶ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1410· Δωρ. καδόμενος Πινδ. Ο. 6. 79. 2) ἐν Ἐπιγρ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, προνοῶ, τοῦ μνημείου τούτου ἡ [[γερουσία]] κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2523, πρβλ. 3028-9, κ. ἀλλ.
|lstext='''κήδω''': Ἰλ.· παρατ. ἕκηδον Ἰλ., Ἰων. κήδεσκον Ὀδ. Ψ. 9: μέλλ. [[κηδήσω]] Ἰλ. Ψ. 240 (πρβλ. [[ἀκηδέω]], [[ἀποκηδέω]]). ― Μέσ. καὶ Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. κηδέσκετο Ὀδ. Χ. 358: μέλλ. κεκαδήσομαι (ἀλλὰ περὶ τῶν [[κεκαδήσω]], κέκαδον, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι) Ὅμ.· προστ. ἀορ. [[κήδεσαι]] Αἰσχύλ. Θήβ. 139 (πρβλ. [[ἀκηδέω]]): πρκμ. κέκηδα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Τυρταῖ. 8. 28. (Ἐκ √ΚΑΔ· πρβλ. κεκαδήσομαι, κῆδος· Σανσκρ. khâd (mordere).) Ι. ἐνεργῶ, ταράττω, ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, [[θλίβω]], παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐξωτερικῶν ἀνησυχιῶν καὶ στενοχωριῶν, μετ’ αἰτ. προσ., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς Ἰλ. Ε. 404· μῆλα δὲ κήδει (δηλ. χειμὼν) Ρ. 550· [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402· ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες Ἰλ. Ω. 240· ― τὸ ἐνεργ. μόνον παρ’ Ἐπικ. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἐνδιαφέρομαι, [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, θλίβομαι περὶ αὐτῶν, [[μετὰ]] γεν. προσ., κήδετο γὰρ Δαναῶν Ἰλ. Α. 56· τίη δὲ σὺ κήδεαι [[οὕτως]] ἀνδρῶν; Ζ. 55· ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ’ Θ. 353, πρβλ. Λ. 665, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡρόδ. 1. 209., 9. 45, καὶ Ἀττ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Αἴ. 203, Θουκ. 6. 14, Πλάτ., κτλ.· καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων, θρήνει [[περί]]..., Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 25· ― [[μετὰ]] γεν. πράγματος, τῶν ἀλφίτων Ἀριστοφ. Νεφ. 107· ― ἑπομένου ῥήματ., κ. μὴ ἀπόλωνται Ἡρόδ. 7. 220· κ. ἵνα μὴ δύῃ Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ― ἀπολ. κατὰ μετοχ., κηδόμενος, η, ον, φροντίζων, μεριμνῶν [[περί]] τινος, [[ἀνήσυχος]], περίφροντις, φιλέουσά τε κηδομένη τε Ἰλ. Α. 196· ἀνέρι κηδομένῳ Π. 516 [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. ἐν τέλει στίχου, κηδόμενός περ, κηδομένη περ· [[οὕτως]], εὐνοῶν τε καὶ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1410· Δωρ. καδόμενος Πινδ. Ο. 6. 79. 2) ἐν Ἐπιγρ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, προνοῶ, τοῦ μνημείου τούτου ἡ [[γερουσία]] κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2523, πρβλ. 3028-9, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s’inquiéter de : τινος, de qqn <i>ou</i> de qch ; [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; κ. [[μή]] et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s’inquiéter pour que… ne ; <i>abs.</i> s’inquiéter, se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, prendre soin de.
}}
}}