κεφαλαργία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφαλαργία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κεφαλαλγία]], Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται [[κεφαλαλγέω]]), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.
|lstext='''κεφαλαργία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κεφαλαλγία]], Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται [[κεφαλαλγέω]]), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de tête.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. de [[κεφαλαλγία]].
}}
}}