κατευστοχέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατευστοχέω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[εὐστοχέω]], εἶμαι ἐντελῶς [[ἐπιτυχής]], ἐν πᾶσιν Διόδ. 2. 5· ἀπολ., Πλουτ. Αἰμιλ. 19.
|lstext='''κατευστοχέω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[εὐστοχέω]], εἶμαι ἐντελῶς [[ἐπιτυχής]], ἐν πᾶσιν Διόδ. 2. 5· ἀπολ., Πλουτ. Αἰμιλ. 19.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />atteindre le but ; réussir, être heureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐστοχέω]].
}}
}}