κιγκλίζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιγκλίζω''': [[σείω]] τὴν οὐρὰν ὡς πτηνόν· ― μεταφορ., συνεχῶς μεταβάλλομαι, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν Θέογν. 303· πρβλ. προσκιγκλίζω.
|lstext='''κιγκλίζω''': [[σείω]] τὴν οὐρὰν ὡς πτηνόν· ― μεταφορ., συνεχῶς μεταβάλλομαι, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν Θέογν. 303· πρβλ. προσκιγκλίζω.
}}
{{bailly
|btext=remuer vivement les hanches, la queue ; <i>fig.</i> changer sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[κίγκλος]].
}}
}}