κληδών: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληδών''': -όνος, ἡ, Ἐπ. κλεηδὼν καὶ [[κληηδών]]· ([[κλέω]] Α)· ― [[οἰωνός]], [[σημεῖον]] προαγγελτικόν, περιεχόμενον εἰς λέξιν τινὰ ἢ ἦχον, ὡς τὸ [[φήμη]], λατ. omen, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι [[δῖος]] Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Σ. 117, πρβλ. Υ. 120· ὁ μὲν τῇ κληδόνι οὐδὲν [[χρεώμενος]], (ἀναφερόμενος εἰς τὸ ἀμέσως προηγούμενον [[φήμη]]) Ἡρόδ. 5. 72· ἡ κληδὼν... σφι [[ἐσέπτατο]] (ἀνωτέρω: [[φήμη]] σφι [[ἐσέπτατο]]) ὁ αὐτὸς 9. 101· κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ’ αὐτοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 486, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1110, Καλ. Ἐπιγρ. 1. 14· παρὰ πεζογράφοις ἐν μεταγενεστ. χρόνοις, μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Παυσ. 9. 11, 7· [[δέχομαι]] τὴν κλ. Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσ. Πταίσματος 8· προσωποπ. ἐν Πλουτ. Καμίλ. 30. ΙΙ. ὡς τὸ [[κλέος]], [[φήμη]], [[ἀγγελία]], [[εἴδησις]], κληηδὼν πατρός, εἰδήσεις περὶ τοῦ πατρός μου, Ὀδ. Δ. 317· ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 101, καὶ Τραγ.· ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος Αἰσχύλ. Χο. 853· κληδόνες παλίγκοτοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 863, 864· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀνδοκ. 17. 10. 2) [[δόξα]], [[φήμη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 927, Χο. 505, Σοφ. Ο. Κ. 258· [[ὡσαύτως]], κλ. καλή, καλὴ [[φήμη]], [[αὐτόθι]]· κλ. αἰσχρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 315. ΙΙΙ. [[ἐπίκλησις]], λιτάς τε καὶ πατρῴας κληδόνας Αἰσχύλ. Ἀγ. 228· κληδόνος βοὴ Εὐμ. 397. 2) [[ὄνομα]], [[προσαγόρευσις]], [[κλῆσις]], [[ὀνομασία]], κλ. τ’ ἐπωνύμους [[αὐτόθι]] 418.
|lstext='''κληδών''': -όνος, ἡ, Ἐπ. κλεηδὼν καὶ [[κληηδών]]· ([[κλέω]] Α)· ― [[οἰωνός]], [[σημεῖον]] προαγγελτικόν, περιεχόμενον εἰς λέξιν τινὰ ἢ ἦχον, ὡς τὸ [[φήμη]], λατ. omen, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι [[δῖος]] Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Σ. 117, πρβλ. Υ. 120· ὁ μὲν τῇ κληδόνι οὐδὲν [[χρεώμενος]], (ἀναφερόμενος εἰς τὸ ἀμέσως προηγούμενον [[φήμη]]) Ἡρόδ. 5. 72· ἡ κληδὼν... σφι [[ἐσέπτατο]] (ἀνωτέρω: [[φήμη]] σφι [[ἐσέπτατο]]) ὁ αὐτὸς 9. 101· κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ’ αὐτοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 486, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1110, Καλ. Ἐπιγρ. 1. 14· παρὰ πεζογράφοις ἐν μεταγενεστ. χρόνοις, μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Παυσ. 9. 11, 7· [[δέχομαι]] τὴν κλ. Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσ. Πταίσματος 8· προσωποπ. ἐν Πλουτ. Καμίλ. 30. ΙΙ. ὡς τὸ [[κλέος]], [[φήμη]], [[ἀγγελία]], [[εἴδησις]], κληηδὼν πατρός, εἰδήσεις περὶ τοῦ πατρός μου, Ὀδ. Δ. 317· ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 101, καὶ Τραγ.· ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος Αἰσχύλ. Χο. 853· κληδόνες παλίγκοτοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 863, 864· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀνδοκ. 17. 10. 2) [[δόξα]], [[φήμη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 927, Χο. 505, Σοφ. Ο. Κ. 258· [[ὡσαύτως]], κλ. καλή, καλὴ [[φήμη]], [[αὐτόθι]]· κλ. αἰσχρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 315. ΙΙΙ. [[ἐπίκλησις]], λιτάς τε καὶ πατρῴας κληδόνας Αἰσχύλ. Ἀγ. 228· κληδόνος βοὴ Εὐμ. 397. 2) [[ὄνομα]], [[προσαγόρευσις]], [[κλῆσις]], [[ὀνομασία]], κλ. τ’ ἐπωνύμους [[αὐτόθι]] 418.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>I.</b> tout ce qu’on entend :<br /><b>1</b> présage qu’on tire d’un mot, d’une réponse, d’un bruit;<br /><b>2</b> bruit, rumeur : [[ἐξ]] ἀμαυρᾶς κληδόνος ESCHL d’après un bruit obscur ; κληηδὼν <i>épq.</i> πατρός OD nouvelles de mon père;<br /><b>3</b> renommée ; <i>en b. part</i> bonne renommée, gloire ; <i>en mauv. part</i> mauvaise réputation;<br /><b>II.</b> action d’appeler :<br /><b>1</b> appel, invocation;<br /><b>2</b> nom, appellation.<br />'''Étymologie:''' [[κλέω]].
}}
}}