3,270,629
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡδιάνειρα''': ἡ, ([[κῦδος]]) ὡς τὸ [[ἀντιάνειρα]], [[βωτιάνειρα]], κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ [[μάχη]], Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· [[ἅπαξ]] ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1. | |lstext='''κῡδιάνειρα''': ἡ, ([[κῦδος]]) ὡς τὸ [[ἀντιάνειρα]], [[βωτιάνειρα]], κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ [[μάχη]], Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· [[ἅπαξ]] ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> qui rend glorieux;<br /><b>2</b> illustre.<br />'''Étymologie:''' [[κυδιάω]]. | |||
}} | }} |