λάμπω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάμπω''': Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. [[λάμψομαι]] Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. [[διακριτέον]] οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ [[λαμβάνω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· [[ἴσως]] καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι [[λαμπρός]], [[φωτοβόλος]], ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Σοφ. Ἀντ. 1007· [[ἄλσος]] λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]] Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν [[ταύτῃ]] τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· [[ὄσσε]] λαμπέσθην Ο. 608ι [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι [[εὐκρινής]], ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., [[ἐκλάμπω]], εἶμαι [[περίφημος]], [[ἐπιφανής]], λάμπει [[κλέος]], [[ἀρετὴ]] Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· [[κάλλος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., [[φωτίζω]], [[κάμνω]] νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.
|lstext='''λάμπω''': Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. [[λάμψομαι]] Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. [[διακριτέον]] οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ [[λαμβάνω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· [[ἴσως]] καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι [[λαμπρός]], [[φωτοβόλος]], ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Σοφ. Ἀντ. 1007· [[ἄλσος]] λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]] Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν [[ταύτῃ]] τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· [[ὄσσε]] λαμπέσθην Ο. 608ι [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι [[εὐκρινής]], ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., [[ἐκλάμπω]], εἶμαι [[περίφημος]], [[ἐπιφανής]], λάμπει [[κλέος]], [[ἀρετὴ]] Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· [[κάλλος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., [[φωτίζω]], [[κάμνω]] νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λάμψω, <i>ao.</i> ἔλαμψα, <i>pf.</i> λέλαμπα, <i>au sens du prés.</i><br /><b>1</b> briller, resplendir <i>en parl. d’une pers.</i> : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l’éclat de ses armes d’airain ; <i>fig.</i> λάμπει [[δίκα]] ESCHL la justice resplendit;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;<br /><i><b>Moy.</b></i> λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης [[κόρυθος]] IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l’éclat des armes.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, briller.
}}
}}