λύγος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύγος''': [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. [[ἄγνος]], vitex agnus ἢ agnus castus, [[δένδρον]] ἢ [[θάμνος]] πρὸς ἰτέαν [[ὅμοιος]], «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ [[εἶδος]], τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς [[κάπρος]], ἴρηξ [[κίρκος]], κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο [[προσέτι]] ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λύγινος]]. ΙΙ. = [[στρέβλη]], «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα [[λυγίζω]], [[λυγόω]]· πρβλ. Σανσκρ. ling, ling-âmi (flecto)· Λατ. lig-are, lic-tor, [[ἴσως]] καὶ luc-ta).
|lstext='''λύγος''': [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. [[ἄγνος]], vitex agnus ἢ agnus castus, [[δένδρον]] ἢ [[θάμνος]] πρὸς ἰτέαν [[ὅμοιος]], «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ [[εἶδος]], τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς [[κάπρος]], ἴρηξ [[κίρκος]], κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο [[προσέτι]] ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λύγινος]]. ΙΙ. = [[στρέβλη]], «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα [[λυγίζω]], [[λυγόω]]· πρβλ. Σανσκρ. ling, ling-âmi (flecto)· Λατ. lig-are, lic-tor, [[ἴσως]] καὶ luc-ta).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> osier <i>ou</i> gatilier (vitex agnus castus), <i>plante</i>;<br /><b>2</b> <i>adj.</i> souple comme l’osier, flexible.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lit.</i> lugnas « flexible, souple », <i>all.</i> Locke « boucle ».
}}
}}