λεπτόδομος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόδομος''': -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, [[λεπτός]], [[πεῖσμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.
|lstext='''λεπτόδομος''': -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, [[λεπτός]], [[πεῖσμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti légèrement, fragile.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[δέμω]].
}}
}}