μαλακαίπους: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκαίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
|lstext='''μᾰλᾰκαίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds délicats.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[πούς]].
}}
}}