3,274,865
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαλθακός''': -ή, -όν, (μαλακὸς τῇ παρεμβολῇ τοῦ θ), [[μαλακός]]. II. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, μ. ἄνθεα Ὁμ. Ὕμν. 30. 15· [[δρόσος]], γυῖα Πινδ. Π. 5. 133, Ν. 4. 4· σιαγόνες Σοφ. Ἀποσπ. 114· ἐπὶ ἐδάφους, [[ὁμαλός]], [[λεῖος]], οὐχὶ τραχὺς ἢ [[ἀνώμαλος]], χῶρός ἐστι μ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· τὰ μ. γαίας Εὐρ. Ἱππ. 1226· χρὼς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1057· μ. [[σῶμα]], ἀντίθετ. τῷ στερεόν, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· μ. [[νηδύς]], χαλαρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μ. τι ἐνδιδόναι, ἴδε μαλακὸς ΙΙΙ. 2· - ἐπίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, κατακεῖσθαι ἐπὶ μαλακῶν στρωμάτων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 70, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγ.» 2, καὶ ἴδε μαλακὸς Ι· μ. φιλεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1200. ΙΙ. Τὸ πλεῖστον μεταφ. [[ὀλιγόψυχος]], [[ἀπρόθυμος]], [[δειλός]], αἰχμητὴς Ἰλ. Ρ. 588· οὕτω, [[μηδὲ]] μ. γένῃ Αἰσχύλ. Εὐμ. 74· τὸ μ. βίον Εὐρ. Ἱππ. 883· οἱ μ. = κίναιδοι, Λοβ. Ἀγλαόφ. 1008· - [[ὡσαύτως]] [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Ἀριστοφ. Σφ. 714. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[ἤπιος]], [[θελκτήριος]], [[ὕπνος]] Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 4· μαλθακὰ κωτίλλειν Θέογν. 882· μ. [[οἶνος]], [[ἤπιος]], «[[ἀδύνατος]]», Ἱππ. 474. 47· μ. φωνά, ἀοιδά, [[κοινωνία]], [[φθέγμα]] Πινδ. Π. 4. 243· μ. ὀμμάτων [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· μ. λόγοι Σοφ. Φ. 629· [[γῆρυς]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 233· ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι, ἄγεσθαι εἰς ἠπιωτέραν διάθεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 714· μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 539· ἐπὶ πόνου, μαλθακωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Πλάτ. Θεαίτ. 149D· - ἐπίρρ., ἡσύχως, ἠπίως, πρᾴως, τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 951· σκληρὰ μ. λέγειν Σοφ. Ο. Κ. 774· [[οὕτως]], οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., μαλθακόν σφ’ ἐπόψεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· καὶ οὐδ. πληθ., μαλθακὰ κωτίλλων Θέογν. 852· - συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Σοφ. 230Α. - Ἡ [[λέξις]] [[μετὰ]] τῶν παραγώγων αὐτῆς [[εἶναι]] ποιητική, τὸ πλεῖστον ἀπαντῶσα παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὁ δὲ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ [[μαλακός]]· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] [[μαλθακός]], ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ. | |lstext='''μαλθακός''': -ή, -όν, (μαλακὸς τῇ παρεμβολῇ τοῦ θ), [[μαλακός]]. II. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, μ. ἄνθεα Ὁμ. Ὕμν. 30. 15· [[δρόσος]], γυῖα Πινδ. Π. 5. 133, Ν. 4. 4· σιαγόνες Σοφ. Ἀποσπ. 114· ἐπὶ ἐδάφους, [[ὁμαλός]], [[λεῖος]], οὐχὶ τραχὺς ἢ [[ἀνώμαλος]], χῶρός ἐστι μ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· τὰ μ. γαίας Εὐρ. Ἱππ. 1226· χρὼς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1057· μ. [[σῶμα]], ἀντίθετ. τῷ στερεόν, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· μ. [[νηδύς]], χαλαρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μ. τι ἐνδιδόναι, ἴδε μαλακὸς ΙΙΙ. 2· - ἐπίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, κατακεῖσθαι ἐπὶ μαλακῶν στρωμάτων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 70, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγ.» 2, καὶ ἴδε μαλακὸς Ι· μ. φιλεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1200. ΙΙ. Τὸ πλεῖστον μεταφ. [[ὀλιγόψυχος]], [[ἀπρόθυμος]], [[δειλός]], αἰχμητὴς Ἰλ. Ρ. 588· οὕτω, [[μηδὲ]] μ. γένῃ Αἰσχύλ. Εὐμ. 74· τὸ μ. βίον Εὐρ. Ἱππ. 883· οἱ μ. = κίναιδοι, Λοβ. Ἀγλαόφ. 1008· - [[ὡσαύτως]] [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Ἀριστοφ. Σφ. 714. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[ἤπιος]], [[θελκτήριος]], [[ὕπνος]] Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 4· μαλθακὰ κωτίλλειν Θέογν. 882· μ. [[οἶνος]], [[ἤπιος]], «[[ἀδύνατος]]», Ἱππ. 474. 47· μ. φωνά, ἀοιδά, [[κοινωνία]], [[φθέγμα]] Πινδ. Π. 4. 243· μ. ὀμμάτων [[βέλος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· μ. λόγοι Σοφ. Φ. 629· [[γῆρυς]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 233· ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι, ἄγεσθαι εἰς ἠπιωτέραν διάθεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 714· μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 539· ἐπὶ πόνου, μαλθακωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Πλάτ. Θεαίτ. 149D· - ἐπίρρ., ἡσύχως, ἠπίως, πρᾴως, τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 951· σκληρὰ μ. λέγειν Σοφ. Ο. Κ. 774· [[οὕτως]], οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., μαλθακόν σφ’ ἐπόψεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· καὶ οὐδ. πληθ., μαλθακὰ κωτίλλων Θέογν. 852· - συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Σοφ. 230Α. - Ἡ [[λέξις]] [[μετὰ]] τῶν παραγώγων αὐτῆς [[εἶναι]] ποιητική, τὸ πλεῖστον ἀπαντῶσα παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὁ δὲ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ [[μαλακός]]· ἀλλὰ ὁ [[τύπος]] [[μαλθακός]], ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[μαλακός]]. | |||
}} | }} |